X’ED OUT

Writer / Artist: Charles Burns
Pantheon Books

To προηγούμενο μεγάλο project του Charles Burns, το BLACK HOLE, ήταν ένα έργο πολυσύνθετο και του πήρε σχεδόν μια δεκαετία να το ολοκληρώσει. Σενάριο και σχέδιο αποτελούνταν από πολλά στρώματα, σε βαθμό που τίποτα δεν έμοιαζε ίδιο, μετά από μια δεύτερη ανάγνωση. Η προφανής υπόθεση, αφορούσε τους έφηβους μιας αμερικανικής κωμόπολης που έρχονταν αντιμέτωποι με μια φριχτή και παραμορφωτική ασθένεια. Βαθύτερα, όμως, κρυβόταν ο φόβος της ενηλικίωσης, οι αντιδράσεις στη σεξουαλική αφύπνιση και οι δυσκολίες της εφηβείας. Όλα αυτά, ο Burns τα ανακάτεψε και τα σχεδίασε με μαεστρία, αναγκάζοντας πρόθυμους και απρόθυμους να ανακηρύξουν το BLACK HOLE ένα από τα καλύτερα δείγματα του Μέσου (μέσα σε αυτούς κι εμείς, που το κατατάξαμε ως το δεύτερο καλύτερο comic της δεκαετίας που μας πέρασε).

Αρκετά χρόνια μετά την ολοκλήρωση του BLACK HOLE, ο Burns επιστρέφει σε ένα γνωστό μοτίβο (αυτό των εφηβικών προβληματισμών, προσθέτοντας δόσεις από τη δεκαετία του ’70 και την punk σκηνή), αλλά αυτή τη φορά το σενάριο είναι ακόμη πιο πολυδιάστατο και απαιτητικό. Το X’ED OUT αποτελείται από χρωματιστό σχέδιο και μη γραμμικό σενάριο και στις σελίδες του (από το cover κιόλας) συναντά κανείς επιρροές από τον Herge (TINTIN) και τους πειραματισμούς του William S. Burroughs.

Για του λόγου το αληθές, το X’ED OUT ξεκινά με το όνειρο (ή όραμα;) του πρωταγωνιστή, κατά τη διάρκεια του οποίου οι ομοιότητές του με τον TinTin είναι τεράστιες. Το comic του Herge αναφέρεται και σε άλλα σημεία, στην πραγματικότητα του πρωταγωνιστή και εκτός αυτής, ενώ όλο το format της έκδοσης (αλλά και τα σχέδια του Burns να ολοκληρώσει το έργο του σε τρία λεπτά hardcovers τα επόμενα χρόνια) θυμίζει την ευρωπαϊκή σχολή. Εξίσου φανερές είναι και οι αναφορές στο έργο του William Burroughs – και δεν αναφέρομαι μόνο στο κόλλημα που έχει ο πρωταγωνιστής μαζί του. Όπως ανέφερα παραπάνω, η αφήγηση ξεκινά μη γραμμικά και καταλήγει σε κάποια σημεία να συνθέτει ένα κολάζ από cut-ups (η προσφιλής μέθοδος του μεγάλου beat συγγραφέα). Επιπλέον, κάποιες σκηνές μπορούν να θεωρηθούν ως φόροι τιμής σε κάποια από τα έργα του (όπως η εξάρτηση του πρωταγωνιστή από τα ναρκωτικά και η απεικόνιση της πόλης που βλέπει στα όνειρά του).

Το X’ED OUT, λοιπόν, ξεκινά με ένα όνειρο, ή όραμα, ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Ο πρωταγωνιστής, ως άλλη Αλίκη, ακολουθεί τη νεκρή γάτα του μέσα από μια τρύπα στον τοίχο και καταλήγει σε έναν παράξενο κόσμο, με μισοκατεστραμμένες πόλεις που κατοικούνται από σαύρες και άλλα μυστήρια πλάσματα που τρώνε χρωματιστά αυγά και διάφορα σιχαμένα σνακς. Σε κάποιο σημείο, επανέρχεται στην πραγματικότητα και μας δίνει την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε μέσα από μονολόγους, ψυχαναγκαστικές διαδικασίες και αναμνήσεις που μοιάζουν ισχυρά συνδεδεμένες με τα όσα βλέπει όταν αναχωρεί από την πραγματικότητα.

Η υπόθεση εξελίσσεται σε τρία τουλάχιστον πεδία. Το παρόν, το παρελθόν και τον κόσμο των ονείρων (ή οραμάτων κ.τ.λ., κ.τ.λ.). Ο διαχωρισμός ανάμεσα στο πραγματικό και μη πραγματικό γίνεται εύκολα, χάρη στο ελαφρώς διαφοροποιημένο σχέδιο (κυρίως όσον αφορά στον σχεδιασμό του πρωταγωνιστή – όλα τα υπόλοιπα μάλλον θολώνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο), ενώ η αφήγηση είναι αυτή που θέτει κάποια όρια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Το σχέδιο, πάντως, εξαιρώντας τα panels που αναφέρονται στα όνειρα, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το BLACK HOLE, με την επιπλέον προσθήκη του χρώματος. Ομολογώ, πάντως, ότι αρχικά με ξένισε αυτή η επιλογή του Burns (ο οποίος, για πρώτη φορά, βάζει χρώμα σε comic του), ωστόσο, δίνει μια επιπλέον γοητεία, ενώ αφήνει πρόσφορο έδαφος για δεκάδες αναφορές και πειραματισμούς.

Το βασικό αρνητικό σημείο του X’ED OUT είναι το γεγονός ότι είναι μικρό (και overpriced για τις 58 σελίδες του) και δεν σε αφήνει να αποκτήσεις ολοκληρωμένη ιδέα για το πού το πάει ο Burns. Και, αν λάβει κανείς υπόψη ότι το δεύτερο μέρος δε θα βρεθεί στις βιβλιοθήκες μας παρά σε μερικά χρόνια, μιλάμε για ένα κομμάτι ενός παζλ που ναι μεν είναι γοητευτικό και από μόνο του, αλλά δεν έχει μεγάλη αξία, αν δεν αποτελέσει το κομμάτι της ευρύτερης εικόνας. Δε μιλάμε, άλλωστε, ούτε για ένα τεύχος μιας ongoing σειράς (για το οποίο πρέπει να κάνουμε υπομονή για έναν, ή το πολύ μερικούς μήνες), ούτε για ένα hardcover με πρωταγωνιστή τον TinTin (τα οποία στέκονταν και μόνα τους).

Δε λέω, η ανάγνωσή του ήταν ενδιαφέρουσα και με ιντρίγκαρε, αλλά και μόνο το γεγονός ότι γνωρίζω πως η εμπειρία μου μαζί του θα παραμείνει ημιτελής για κάποια χρόνια, δε με χαροποιεί καθόλου.