MARK TWAIN AUTOBIOGRAPHY 1910-2010
Writer/Artist: Michael Kupperman
Fantagraphics
Spoiler Warning: Το συγκεκριμένο review ενδέχεται να περιέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που διαδραματίζεται στο τεύχος.
Κατά κανόνα, νομίζω πως ελάχιστες αυτοβιογραφίες συγγραφέων παρουσιάζουν ενδιαφέρον, ακόμη κι αν αυτές εξιστορούν (όπως στην περίπτωση που εξετάζουμε εδώ) γεγονότα που συνέβησαν τα 100 πρώτα χρόνια μετά το θάνατό τους. Τώρα, βέβαια, εσείς ψάχνετε να βρείτε τι ακριβώς θέλω να πω με το δεύτερο μισό αυτής της πρότασης και αναρωτιέστε σε ποιον κόσμο θα έβγαζε αυτό κάποιο νόημα, αλλά η απάντηση είναι μάλλον απλή: ο κόσμος αυτός, όπου μια αυτοβιογραφία ενός θρυλικού συγγραφέα μπορεί να περιγράφει τις περιπέτειές του τον αιώνα που ακολούθησε το θάνατό του, είναι ο κόσμος του Michael Kupperman και του νέου του πονήματος, του MARK TWAIN AUTOBIOGRAPHY 1910-2010.
Σε περίπτωση που εξακολουθείτε να έχετε κάποιες αμφιβολίες (στην καλύτερη περίπτωση για την ψυχολογική κατάσταση του δημιουργού και στη χειρότερη για τον κύκλο της ζωής), κάθε παρεξήγηση μπορεί να λυθεί με μια ανάγνωση του προλόγου της έκδοσης. Εκεί, ο Kupperman εξηγεί πώς μια μέρα έγινε ο παραλήπτης της αυτοβιογραφίας του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, με τις οδηγίες του ίδιου του Twain να την εκδώσει, αφού πρώτα την εμπλουτίσει με τα “funny little pictures” του. Και η ημερομηνία στο λιτό της τίτλο φανερώνει ότι ο Mark Twain δεν έχει πεθάνει. Τουλάχιστον, όχι στα αλήθεια. Απλά έκανε ένα βήμα δίπλα, έξω από το εκτυφλωτικό φως του προβολέα. Όπως μας αναφέρει κι ο ίδιος, οι φήμες για το θάνατό του ήταν υπερβολικές, αλλά ο ίδιος επωφελήθηκε από αυτή την κατάσταση για να κάνει μια νέα αρχή. Και το χρονικό της νέας του ζωής παρουσιάζεται στη νέα αυτή έκδοση.
O Michael Kupperman, λοιπόν, γνωστός για το σουρεαλιστικό του χιούμορ (TALES DESIGNED TO THRIZZLE), αναλαμβάνει να εμπλουτίσει την αυτοβιογραφία του Twain (κάποιοι κακεντρεχείς ίσως να υποστήριζαν ότι έγραψε ο ίδιος μια ψεύτικη “αυτοβιογραφία”, προφανώς για χιουμοριστικούς λόγους) με τα σχέδιά του και με ελάχιστα strips να παρεμβάλλονται. Όπως ίσως καταλάβατε ήδη, το MARK TWAIN AUTOBIOGRAPHY αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από πρόζα (γραμματάκια δηλαδή), η οποία απλά συνοδεύεται από κάποια illustrations και ελάχιστα – μόλις δύο, αν δεν κάνω λάθος – strips (εικονίτσες δηλαδή). Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αν σου αρέσει ο τρόπος γραφής του Kupperman (αν και θα παραδεχτώ ότι τα strips βρίσκονται ανάμεσα στα αγαπημένα μου σημεία του βιβλίου), όπως τον έχεις δει ενδεχομένως στο blog του, όπου συχνά έχει δημοσιεύσει αποσπάσματα από τις περιπέτειες των Μark Twain και Albert Einstein.
Και είναι εντυπωσιακό το πόσες ομοιότητες έχει η πρόζα με τα comics του Kupperman. Το ύφος είναι όμοιο (αποστασιοποιημένο, αυτό που στην καθημερινότητα εντοπίζουμε με τη φράση “πώς καταφέρνεις και λες τέτοια πράγματα και η έκφρασή σου παραμένει σοβαρή;”) και η αφήγηση κοφτή, γρήγορη και έξυπνη. Ο διάσημος πρωταγωνιστής του περιγράφει με συνηθισμένο ύφος τις σουρεαλιστικές περιπέτειές του, σα να ερωτήθηκε τι διάβασε στην εφημερίδα την ώρα του πρωινού και το ύφος αυτό είναι που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στο χιουμοριστικό οικοδόμημα του Kupperman.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να σταθεί μόνο του ή αν οι περιπέτειες που εξιστορούνται ήταν συνηθισμένες. Και εδώ φαίνεται η κωμική ιδιοφυΐα του Kupperman. Προσπαθήστε να φανταστείτε, λοιπόν, τον Mark Twain, με σοβαρό, λόγιο αλλά και λίγο μπλαζέ ύφος να αφηγείται, μεταξύ άλλων, τα μπλεξίματά του με μια ομάδα κομμουνιστών εγγαστρίμυθων που επιθυμούν να βλάψουν τον καπιταλισμό, το κατά λάθος ταξίδι του στο φεγγάρι, τη συνάντησή του με τα διασημότερα τέρατα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το γραφείο ιδιωτικών ερευνών που ξεκίνησε με τον Einstein, τον guest ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά THE LOVE BOAT και άλλα, περισσότερο ή λιγότερο συνηθισμένα, γεγονότα της ζωής του τον τελευταίο αιώνα! Το αποτέλεσμα είναι εγγυημένα αστείο και αυτός ο χαρακτήρας του είναι που αποτελεί την προσωπική υπογραφή του Kupperman.
Toν ταλαντούχο καλλιτέχνη, άλλωστε, τον γνωρίζουμε από τα strips του σε προσωπικές συλλογές όπως το TALES DESIGNED TO THRIZZLE, όπου ακολουθείται η παρόμοια συνταγή στο χιούμορ: σουρεαλισμός, απουσία punchlines και ένα ύφος που, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελεί το πιο αστείο κομμάτι, παραμερίζοντας τα ίδια τα (επίσης αστεία) γεγονότα. Θα τολμήσω να το περιγράψω ως “διακριτικό χιούμορ”, αναφερόμενος όχι τόσο στο βαθμό αποτελεσματικότητάς του, αλλά στον τρόπο που παρουσιάζεται μέσα από τις σελίδες που υπογράφει ο Kupperman.
Ένα στοιχείο που ίσως αποτρέψει κάποιους από το να διαβάσουν το MARK TWAIN AUTOBIOGRAPHY 1910-2010 είναι το format του. Όπως ανέφερα και παραπάνω, πρόκειται για πρόζα, διανθισμένη με illustrations του δημιουργού (τα οποία ενισχύουν τη χιουμοριστική εμπειρία, ειδικά αν παρατηρήσεις το μονίμως απαξιωτικό βλέμμα του εικονιζόμενου Twain) και ελάχιστα comic strips. Ακόμη κι αν δεν είναι κάποιος fan της πρόζας, όμως, δεν πρόκειται να κουραστεί ή να βαρεθεί, αφού η όλη φιλοσοφία του βιβλίου δεν απέχει πολύ από αυτή του Μέσου των comics.
Το ζήτημα, όμως, βρίσκεται αλλού. Το χιούμορ του Kupperman λειτουργεί εξαιρετικά σε μονοσέλιδα ή μικρότερα strips – κατάφερε να πετύχει κάτι παρόμοιο και στη νέα του αυτή μορφή; Δε θα αρνηθώ ότι η πολύωρη ανάγνωση του MARK TWAIN AUTOBIOGRAPHY φανέρωσε κάποιες κοιλιές στις 128 σελίδες του και ότι κάποιες φορές θα ήθελα να δω τα γεγονότα κάποιων παραγράφων αποτυπωμένα σε ένα σουρεαλιστικό strip, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα καταδικάσω το format της έκδοσης. Ο γραπτός λόγος με “χόρτασε” και η ατμόσφαιρα παρέμεινε ίδια, γεγονός που σημαίνει ότι το ύφος του Kupperman, αλλά και τα αποτελέσματα που αυτό έχει, δε μοιάζουν να περιορίζονται σε ένα μόνο format. Για αυτό που είναι, λοιπόν, το MARK TWAIN AUTOBIOGRAPHY, η πρόζα μου έμοιασε καταλληλότερη.
Δεν είμαι σίγουρος αν είναι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις τον Kupperman και τις ιδιαιτερότητές του, αλλά σίγουρα θα ικανοποιήσει (και θα χορτάσει) τους fans του (ίσως και αυτούς του Twain – ο Αμερικανός συγγραφέας δεν έγινε γνωστός για το συμβατικό χιούμορ του, άλλωστε), οι οποίοι θα βρεθούν σε γνώριμα μεν νερά, αλλά με κάποιες καλοδεχούμενες διαφορές.