WEREWOLF BY NIGHT [GRAVEDIGGER FILE #1]
Writer: Paul Jenkins
Artist: Leonardo Manco
Color: Marie Javins
Lettering: Janice Chang & The Human Touch
Editor: Ralf Macchio
Marvel
Προσφάτως άρχισα να ανασύρω από το dungeon του σπιτιού, διάφορα comics σε διάφορα στάδια ταξινόμησης (και ευτυχώς όχι –παρά σπανίως– αποσύνθεσης) και να τα βάζω πλέον σε καλές ζελατίνες με χαρτόνι, με αλφαβητική σειρά και να τα μεταφέρω στις σχετικές κούτες, όχι μόνο “for posterity”, που λένε και οι φίλοι μας οι Αγγλοσάξονες, αλλά και για να ξέρω τι έχω και τι μου γίνεται. Ανάμεσα σε αυτά, ανέσυρα πολλά (μα πάρα πολλά) trash comics of my youth και μερικά πράγματα που θεωρήθηκαν στην εποχή τους trash, αλλά εγώ αμετανόητα τα συγκαταλέγω ανάμεσα στα πιο αγαπητά μου αποκτήματα.
Έτσι, βρέθηκα πάλι πρόσωπο με πρόσωπο, 11 χρόνια αργότερα, με το WEREWOLF BY NIGHT, έναν από τους τρεις τίτλους του, τότε, νέου line “Strange Tales”, που ήθελε να αναστήσει μερικούς από τους κλασσικούς horror characters της Marvel (ο Man-Thing και η Satana ήταν οι άλλοι δύο). Στην πραγματικότητα, αποτέλεσε την τρίτη (για την ακρίβεια την 2.5 για όσους ασχολούνται με D&D εκεί έξω) αποτυχημένη προσπάθεια της Marvel να αναβιώσει το περιοδικό STRANGE TALES (δείτε εδώ για περισσότερα) και την πιο βραχύβια: το WEREWOLF BY NIGHT έβγαλε μόλις 6 τεύχη και το STRANGE TALES (επισήμως vol. 4) μόλις δύο, όπου συμπρωταγωνιστούσε o Jack Russel με τον Man-Thing.
Ωστόσο, κάθισα και ξαναδιάβασα τα εν λόγω 6 τεύχη και αναρωτιέμαι: γιατί; Η ιστορία ξεκινά με την προσπάθεια του Jack Russel να ξαναφτιάξει τη ζωή του, για την ακρίβεια να επιστρέψει στον πολιτισμό, πέρα από το χαμηλότερο δυνατό κοινωνικό υπόστρωμα, στο οποίο είχε επιλέξει να μένει λόγω της λυκανθρωπίας του. Το πραγματικό, όμως, πρόβλημα είναι ότι ενώ παλιά είχε μόνο να αντιμετωπίσει τις τρεις ημέρες της πανσελήνου, συνήθως κλειδωμένος κάπου για να μην τραυματίσει σκοτώσει κανέναν, τώρα κάθε φορά που μεταμορφώνεται βλέπει όψεις της Κόλασης: οι σκηνές σταδιακά γίνονται όλο και εκτενέστερες και συν τω χρόνω αρχίζει να έχει τις σχετικές φλασιές ακόμη και όταν είναι άνθρωπος, συνήθως με πρωταγωνιστή τον ίδιο να κατασφαγιάζει τους οικείους του.
Το storyline των τεσσάρων πρώτων τευχών έχει ως θέμα την προσπάθεια του Jack να βρει ποιος είναι ο δαίμονας που τον τυραννά, αν όντως υπάρχει τέτοιος, και έπειτα να βρει τα αντικείμενα που θα τον βοηθήσουν να τον αντιμετωπίσει. Στα τέσσερα αυτά τεύχη, το στήσιμο του σεναρίου θυμίζει, δίχως υπερβολή, SANDMAN, με τον κανονικό και τον υπερφυσικό κόσμο όχι τόσο να τέμνονται, αλλά ο ένας να χύνεται μέσα στον άλλο στα σύνορα. Προσωπικά, θεωρώ αυτά τα τέσσερα τεύχη από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει σχετικά με τον μύθο των λυκανθρώπων και αξιοπρεπέστατο horror.
To πέμπτο τεύχος είναι αυτό που σήμερα θα λέγαμε filler, σαν εκτενές aftermath των προηγούμενων, μαζί με ένα παράλληλο storyline.
Στο έκτο και τελευταίο τεύχος της σειράς, ο Russel πρέπει να πάει να πάει σε ένα μέρος, κάτι σαν club/πύλη για την Κόλαση, που λέγεται Underworld (sic) και όπου συχνάζουν μόνο οι νεκροί, οι νεκροζώντανοι και… ο Ghost Rider, εδώ τελώντας χρέη Lord of Hell (δεν έχω ιδέα αν κολλάει σε κάποιο από τα storyline της εποχής, αλλά πιθανότατα όχι, διότι ο μόνος Ghost Rider, “High Lord of Hell on Earth” ήταν ο Johnny Blaze). Στο τεύχος αυτό, ανοίγουν ένα κάρο νέα πιθανά plotlines, τόσο με βρυκόλακες, όσο και σχετικά με το πώς ακριβώς πέτυχε ο Russel να νικήσει τον δαίμονα και σε ποιον είναι υπόχρεος.
Δυστυχώς, εκεί πλέον η σειρά αποσύρθηκε και δεν μάθαμε ποτέ. Όσο για το σχέδιο, ο Leonardo Manco έχει κάνει ΦΑ-ΝΤΑ-ΣΤΙ-ΚΗ δουλειά (τόσο στα εξώφυλλα, όσο και στο εσωτερικό), από τα καλύτερα artwork για horror που έχω δει ποτέ, με εναλλαγές στησίματος, φωτοσκιάσεων, ακόμη και τεχνοτροπίας, προκειμένου να διαχωρίσει την γήινη πραγματικότητα από τα οράματα και την Κόλαση, καθώς και να αποδώσει τις σκέψεις ή ακόμη και τη διανοητική ικανότητα ορισμένων χαρακτήρων.
Αν σας αρέσει το καλό horror, τόσο ψυχολογικό, όσο και οπτικό, σας προτείνω το WEREWOLF BY NIGHT (it’s cheap, too!), έχοντας πάντα υπόψη ότι δεν θα μάθετε ποτέ τι γίνεται στο τέλος. Για να κάνω και μια προσωπική εκτίμηση στο πώς τέτοιοι (κατά τη γνώμη μου) θησαυροί χάνονται στην καταπιόνα του χρόνου, ας θυμηθούμε πότε βγήκε αυτό το comic: τέλη δεκαετίας του ’90, εποχή anything goes superhero, οπότε ένα σοβαρό horror comic ήταν απλά “πολύ” για τα αμερικανάκια της εποχής (που κατά τα άλλα διάβαζαν SPAWN).