ULTRA-GASH INFERNO [GRAVEDIGGER FILE #4]
Writer/Artist: Maruo Suehiro
Translation: James Havoc & Takako Shinkago
Creation Books
Μερικές φορές, όταν πολυσκαλίζεις, αντί να πέσεις πάνω σε ξεχασμένους θησαυρούς, αγαπημένα παιχνίδια, ή βιβλία με το γλυκό κιτρίνισμα του χρόνου, βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με το πτώμα ενός αγαπημένου κατοικίδιου, το οποίο ο χρόνος δεν εδέησε ακόμα να αποικοδομήσει, οπότε η φρικτή μυρωδιά επιτίθεται στα ρουθούνια σου, το στομάχι σου γυρνάει τα μέσα-έξω, το πρώτο σου ένστικτο είναι πάρεις και να ρίξεις από πάνω μια μπουλντόζα χώμα, ίσως και να προβείς σε καύση για να είσαι σίγουρος. Δεν ξέρεις γιατί είναι ακόμα εκεί: μήπως δεν πάει πολύς καιρός που το έθαψες; Μήπως υπήρχαν συνθήκες που εν αγνοία σου το διατήρησαν σε αυτή τη φρικτή κατάσταση; Δεν ξέρεις και για να λέμε την αλήθεια, ούτε και σε ενδιαφέρει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αποτελεί μία ακόμα ιστορία για το κασέ δυσάρεστων εμπειριών, που αφηγείται κανείς στις παρέες.
Η περιγραφή της παραπάνω παραγράφου, συμπεριλαμβανομένης της λίγο “άκυρης” εικόνας ενός νεκρού κατοικίδιου, “θαμμένου” ανάμεσα στις κούτες ενός υπογείου, είναι ακριβώς το συναίσθημα που είχα, ξαναπιάνοντας στα χέρια μου και ξεφυλλίζοντας το ULTRA-GASH INFERNO του Maruo Suehiro. Πέραν αυτού, σαν εικόνα αγγίζει μόνο τη στρώση σκόνης στην επιφάνεια της διαταραχής που εκφράζει το περιεχόμενό του.
Ίσως ακούγομαι υπερβολικός. Θα σας πρότεινα να του ρίξετε μια ματιά για να πειστείτε, αλλά ευτυχώς είναι out-of-print εδώ και χρόνια, ενώ ακόμη και στο internet δύσκολα θα το βρείτε κάτω από 30-35 ευρώ. Επίσης, δε μου φταίτε σε τίποτα! Στις εννέα ιστορίες που χρονολογούνται από το 1982 μέχρι και το 1991, ο δημιουργός αναλώνεται σε θέματα κανιβαλισμού, κοπρολαγνείας, ακρωτηριασμού, αυτοσχέδιας έκτρωσης, αιμομιξίας, άκριτου και ανούσιου φόνου, όλα ανακατεμένα και συνδυασμένα με τους πιο αηδιαστικούς τρόπους με σεξ, σεξ, σεξ. Τρία παιδιά που επιδίδονται σε ομαδικό σεξ, κατανάλωση κοπράνων και αυτοκτονία, ένας πατέρας που βιάζει τακτικά την κόρη του, ανοίγοντάς της νέα αιδοία με μαχαίρι, ένας νάνος που δολοφονεί το γιο μιας γυναίκας και πουλάει τη σάρκα του στη μαύρη αγορά και άλλα χαριτωμένα. Ταυτόχρονα, όλα αυτά αποδίδονται με λεπτομερείς εικόνες και περιγραφές, εντός και εκτός διαλόγου.
Το τραγικό είναι, ίσως, το γεγονός ότι ο Maruo Suehiro ξέρει να σχεδιάζει και μάλιστα πολύ καλά, μιμούμενος και ταυτόχρονα εκσυγχρονίζοντας το σχέδιο των παλιών ιαπωνικών παιδικών βιβλίων, καθώς και του muzan-e (παρακλαδιού του ukiyo-e, με έμφαση στη βία και τον αποτροπιασμό).
Πολλά μπορεί να ακούσει, ή και να διαβάσει κανείς, για τη “μεγάλη σημασία του έργου του” (όπως εδώ και εδώ), όπου προτάσσεται συνήθως το γεγονός ότι, καθώς το υπόβαθρο των ιστοριών του είναι η Δεύτερη Περίοδος Shouwa (1926-1989), αποτελούν μια σκληρή απεικόνιση και κριτική σχετικά με τη ζωή στη μεταπολεμική Ιαπωνία. Ωστόσο, από τις ιστορίες του τόμου αυτού, αν δεχτούμε ότι η τελευταία (“Non-Resistance City”) αποσκοπεί εκεί, το κάνει με τόσο αχρείαστα αηδιαστικό τρόπο, που ο σκοπός χάνεται μέσα στον βούρκο των απεικονίσεων. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι είναι “αντισυμβατικός στο όνομα του μη συμβατικού”. Άλλωστε, ακόμη και στο ντεμπούτο του (αφού η δουλειά του αρχικά απορρίφθηκε από το SHOUNEN JUMP, το 1973), το Νοέμβριο του 1980, έδειξε ειρωνική διάθεση απέναντι στον Tezuka, ονομάζοντας την ιστορία του RIBON NO KISHI, όπως το έργο του μεγάλου δημιουργού, του 1967 (κάτι αντίστοιχο κάνει και σε τμήμα του “Non-Resistance City” με τον Astro Boy).
Μετά από όλο αυτό το μεγα-θάψιμο, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, “γιατί να το κάνεις review” και ακόμη περισσότερο, “γιατί το πήρες όταν το πήρες”. Στο δεύτερο, φοβάμαι ότι δεν έχω ικανοποιητική απάντηση: ήταν 2002, είχα μόλις μπει στον πυρετό των manga μετά από ένα ταξίδι στη Γαλλία και στο κατάστημα που το πήρα μου το συνέστησαν ως “εξαιρετικό horror”. Με ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα (να σημειώσω ότι, ενώ το εσωτερικό είναι τυπωμένο στο ιαπωνικό format -δεξιά προς τα αριστερά- το εξώφυλλο είναι στη “σωστή” μεριά, οπότε κανείς πέφτει αρχικά πάνω στο τέλος της τελευταίας ιστορίας) μέχρι περίπου τη μέση, δεν γίνεται άμεσα προφανές το περιεχόμενο, ενώ αρχικά το artwork κερδίζει το μάτι, τουλάχιστον πριν δώσεις μεγαλύτερη προσοχή στο τι απεικονίζεται. Ομολογώ ότι δεν το πολυέψαξα μέχρι να γυρίσω σπίτι, οπότε και το παράχωσα promptly σε κάποια κούτα και το ξέχασα.
Όσον αφορά στο γιατί αποφάσισα να το εντάξω στα GRAVEDIGGER FILES, πέραν του προφανούς (της ανάκτησής του από το υπόγειο μετά από 7 χρόνια), αποτέλεσε και μια αφορμή για να εκφράσω τη γνώμη μου πάνω στο συγκεκριμένο είδος. Όσοι παρακολουθείτε το site από παλιά (ή απλώς τυχαίνει να γνωριζόμαστε), ξέρετε ότι λατρεύω τα manga, τα anime και γενικά το popular culture της Ιαπωνίας. Ο παρών τόμος είναι μια έκφραση όλων όσων απεχθάνομαι στην ίδια αυτή κουλτούρα και ιδιαίτερα στο παρακλάδι που ονομάζεται “ero-guro” (erotic-grotesque). Είναι η γλαφυρή απεικόνιση ενός αρρωστημένου, παθολογικού ψυχισμού προς ευρεία κατανάλωση, με την επίφαση του “cult”, του “ψαγμένου”, του “αισθητικά ακραίου για τους λίγους”.
Στην πραγματικότητα, η μόνη χρησιμότητά του είναι να διαλύσει τον μύθο ότι η Ιαπωνία είναι ο παράδεισος των harmless geeks, οι οποίοι βλέπουν γυναίκα και γίνονται κόκκινοι σαν παπαρούνα. Eκτός από όλα τα άλλα, η Ιαπωνία είναι επίσης η κοιτίδα υπέρμετρα αρρωστημένων μυαλών, των οποίων οι φαντασιώσεις κάνουν τους εφιάλτες του Lovecraft να μοιάζουν με νανούρισμα.