Από Το Φωτοτυπικό Στην Πρέσσα, Μέρος 4ο: Do It Yourself
Ειλικρινά προσπαθώ να μην κάνω εισαγωγές για την οικονομική κρίση στα posts μου. Ο καρδιολόγος μου επιμένει ότι αν δεν κάνω κάτι με το άγχος μου, θα με ταράξει στα χάπια, αλλά τι μπορώ να κάνω; Προσπάθησα να του δικαιολογηθώ ότι είναι τέτοια η φύση των άρθρων αυτών που δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην κρίση, καθώς είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εκδόσεις αυτή τη στιγμή, αλλά δε με πιστεύει. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εγώ, σήμερα, θα το κάνω συγκεκαλυμμένα, μπας και σταματήσει να μου φωνάζει.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, είναι ότι διαρκώς ανακαλύπτει τον τροχό και ξαφνικά, πράγματα που κάποτε ήταν αυτονόητα, είναι το νέο “talk of the town”. Ένα πολύ ωραίο τέτοιο παράδειγμα, είναι τα fixed gear ποδήλατα. Το ποδήλατο έχει γίνει και στα μέρη μας (και πάλι) μόδα και οι πιο “προχώ” ποδηλάτες μιλάνε για το μόνο “πραγματικό” ποδήλατο, αυτό χωρίς ταχύτητες. Ο συγκεκριμένος τύπος ποδηλάτου, όμως, όχι μόνο δεν είναι καινούριος, αλλά είναι η δεύτερη φορά που γίνεται μόδα. Η πρώτη ήταν στη Νέα Υόρκη, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου λέγονταν τα ίδια ακριβώς πράγματα. Για περισσότερα σε σχέση με το ποδήλατο, σας προτείνω να απευθυνθείτε στον Αντώνη Σουβατζή, ενώ εγώ λέω να περάσω σε ένα άλλο πολύ ωραίο παράδειγμα, αυτό του DIY.
Το Do It Yourself, είναι ένας όρος που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως τη δεκαετία του ’50 στην Αμερική, κυρίως για να περιγράψει τα μαστορέματα στο σπίτι, ενώ μια δεκαετία αργότερα, εμφανίστηκε και στην Μεγάλη Βρετανία, με πολύ περισσότερες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Έχοντας χάσει τις ρίζες του, που ήταν τα κινήματα τεχνών και κατασκευών του 19ου αιώνα (βλ. Arts and Crafts Movement), το κίνημα DIY, αρχικά αποτελούσε απλά μια τάση περικοπής περιττών εξόδων. Πολύ γρήγορα, όμως, το DIY, έγινε κάτι πολύ περισσότερο. Αναπτύχθηκε σε κανονικό κίνημα με τη δική του φιλοσοφία, τον δικό του τρόπο ζωής, μέχρι και τις δικές του πολιτικές απόψεις. Ήταν, ουσιαστικά, μια προσπάθεια εναντίωσης στη μαζικοποίηση της παραγωγής, τον (επαν)εκβιομηχανισμό της ανθρώπινης ζωής και δεν είναι παράξενο που συνδέθηκε με πολλά άλλα πράγματα, μέχρι και με τους χίπις.
Όπως μπορεί να υποθέσατε, ο λόγος που αναφέρθηκα στο DIY, είναι γιατί στις μέρες μας, έχει αναζωπυρωθεί το κίνημα, πολύ περισσότερο σε άλλες χώρες, αλλά και στην Ελλάδα. Ο κόσμος που επισκέπτεται τα σχετικά καταστήματα, έχει αυξηθεί κατά πολύ το τελευταίο διάστημα, ενώ διατηρώ βάσιμες ελπίδες ότι σιγά σιγά θα αρχίσει να απαιτεί κι όλας από τα εν λόγω καταστήματα να μην τον κλέβουν. Είδατε τι ωραία έφερα την οικονομική κρίση στην κουβέντα; Αυτό που ίσως δεν ξέρετε και είναι περισσότερο σχετικό με το θέμα μας από ότι η οικονομική κρίση, είναι το ότι το κίνημα DIY, είναι άμεσα συνδεδεμένο με το φαινόμενο των fanzines (ας μου επιτραπεί να το ονομάζω φαινόμενο). Η σύνδεση αυτή δεν υπήρχε εξαρχής. Όταν το DIY ανακαλύφθηκε ξανά και η φιλοσοφία του επεκτάθηκε σε διάφορους τομείς έκφρασης, δημιουργήθηκε και ένας πολύ ισχυρός δεσμός με τις εκδόσεις και ιδιαιτέρως το zine culture. Οι ρίζες όμως των fanzines, πάνε πίσω στο 19ο Αιώνα, όπου φίλοι της λογοτεχνίας στις Η.Π.Α., δημιουργούσαν ερασιτεχνικούς εκδοτικούς συλλόγους και δημοσίευαν δοκίμια, ποιήματα και νουβέλες.
Πρώτη φορά, ο όρος fanzine, χρησιμοποιήθηκε το 1940, σε ένα ερασιτεχνικό περιοδικό επιστημονικής φαντασίας, το DETOURS του Russ Chauvenet. Πολύ γρήγορα, ο όρος υιοθετήθηκε και από τα υπόλοιπα fanzines επιστημονικής φαντασίας, ενώ αργότερα πέρασε και σε αυτά άλλων ειδών. Ο τυπικός ορισμός του fanzine, είναι μια ερασιτεχνική και ανεπίσημη έκδοση η οποία προέρχεται από οπαδούς (fans) ενός αντικειμένου και προορίζεται για τους ομοϊδεάτες τους, ήτοι για εσωτερική κατανάλωση. Συνήθως, δε, διανέμονταν δωρεάν, ή με κάποιο συμβολικό αντίτιμο, ίσα ίσα για να καλυφθούν τα έξοδα παραγωγής τους.
Τα comics, πολύ πριν αποκτήσουν τα δικά τους έντυπα, φιλοξενούνταν συνήθως σε fanzines επιστημονικής φαντασίας. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι δημιουργοί του Superman, Jerry Siegel και Joe Shuster, εξέδιδαν ένα τέτοιο fanzine, με τον εξαιρετικά πρωτότυπο τίτλο SCIENCE FICTION. Στο τρίτο τεύχος αυτού του fanzine, εμφανίστηκε το αρχέτυπο του Superman, χωρίς μαλλιά και σε ρόλο κακού. Το πρώτο fanzine καθαρά για comics, ήταν το THE COMIC COLLECTOR’S NEWS, από τους Malcolm Willits και Jim Bradley, το 1947. Έκτοτε, έχουν εκδοθεί αμέτρητα fanzines για comics, έχουν δημοσιεύτεί εξίσου αμέτρητα comics σε αυτά τα έντυπα, ενώ πολλές φορές, το comic και το fanzine για comics συγχέονται μεταξύ τους και ονομάζονται και τα δυο fanzine.
Σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε παραπάνω, όμως, μια αυτοχρηματοδοτούμενη έκδοση comics, δεν είναι fanzine και για το υπόλοιπο του άρθρου, θα αναφέρομαι σε τέτοιες περιπτώσεις ως αυτοεκδόσεις. Οι αυτοεκδόσεις χωρίζονται σε δυο κυρίως κατηγορίες, τις επαγγελματικές και τις ερασιτεχνικές. Ο διαχωρισμός αυτός, δεν έχει απαραίτητα να κάνει με το επίπεδο της δουλειάς, τα production values, ή ακόμη και τις πωλήσεις ενός εντύπου, αλλά με το γεγονός ότι για να μπορεί κανείς, στο ελληνικό (τουλάχιστον) κράτος, να εκδόσει νόμιμα ένα έντυπο, θα πρέπει να έχει ιδρύσει μια εταιρεία, ή μια προσωπική επιχείρηση. Έχοντας δει μέχρι τώρα το δρόμο του εκδοτικού οίκου και έχοντας ακούσει τις απόψεις δυο εκδοτών πάνω στο θέμα, είναι καιρός να εξετάσουμε και την επιλογή της αυτοέκδοσης, είτε αυτή γίνεται επαγγελματικά είτε ερασιτεχνικά.
Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να αποφασίσει ένας δημιουργός αν θα προχωρήσει στην ίδρυση επιχείρησης (για συντομία είτε αυτή είναι ατομική είτε άλλης μορφής εταιρεία, θα την λέμε “επιχείρηση”) και αυτό είναι μεγάλη απόφαση. Καταρχάς, θα σας παραπέμψω στο προηγούμενο μέρος αυτού του αφιερώματος, στις συνεντεύξεις των δυο εκδοτών, οι οποίοι τόνισαν αμφότεροι ότι θα πρέπει να είναι κανείς προετοιμασμένος για πολλή και δύσκολη δουλειά, αν θέλει να εκπροσωπεί τον εαυτό του στον εκδοτικό κόσμο. Μη γελιέστε, το να ιδρύσετε την δική σας επιχείρηση σημαίνει ότι θα πρέπει να τρέχετε έναν εκδοτικό οίκο, άσχετα αν αυτός έχει μόνο ένα άτομο προσωπικό και έναν καλλιτέχνη (εσάς) που εκδίδει. Δεδομένου ότι είστε κάτοικος Ελλάδας, φαντάζεστε ότι θα έχετε να πολεμήσετε το τέρας της γραφειοκρατείας, σε οποιαδήποτε συναλλαγή σας με το Δημόσιο. Μπορεί ο περιπλανόμενος να είπε ότι θέλει να απλοποιήσει τις διαδικασίες ίδρυσης μιας επιχείρησης, αλλά ακόμη και αν γίνει αυτό, δεν έχει μιλήσει κανείς για το τι γίνεται ύστερα και το αν θα προσπαθήσει ποτέ κανείς να απλοποιήσει και τις υπόλοιπες συναλλαγές μας με το κράτος.
Κάτι που επίσης συνεπάγεται μια ίδρυση επιχείρησης, είναι ότι θα πρέπει να συνηθίσετε να πληρώνετε και δεν αναφέρομαι μόνο στα έξοδα παραγωγής ενός comic. Θα πρέπει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, να καταβάλετε την εισφορά σας στο Τ.Ε.Β.Ε. (ΟΑΕΕ), να πληρώνετε την εφορία, να καταβάλετε τον Φ.Π.Α. και όλα αυτά, άσχετα με το πόσα έσοδα έχετε από τις πωλήσεις σας. Από όσο γνωρίζω, η ελάχιστη εισφορά στον ΟΑΕΕ, είναι κάτι της τάξης των 450-500 ευρώ το δίμηνο, κοντά στα 3.000 ευρώ το χρόνο, ποσό στο οποίο θα πρέπει να προσθέσετε την εισφορά σε κάποιο επιμελητήριο, στο οποίο θα πρέπει υποχρεωτικά (για κάποιο λόγο) να εγγραφείτε. Είναι, λοιπόν, σαφές, ότι για να μην “μπαίνετε μέσα” θα πρέπει να έχετε τόσα έσοδα, ώστε να καλύπτουν αυτά τα έξοδα και δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι αυτό με εκδοτική δραστηριότητα ενός τίτλου το χρόνο.
Αν εκτός από δημιουργός comics έχετε και κάποια άλλη ιδιότητα, θα μπορούσατε να δώσετε στην επιχείρησή σας μια τέτοια μορφή, η οποία να καλύπτει τόσο τις εκδοτικές όσο και τις λοιπές επαγγελματικές σας δραστηριότητες. Με τον τρόπο αυτό, θα μοιράσετε τα κόστη στις δυο (ή και περισσότερες) δραστηριότητες και αυτή τη στιγμή σας λέω με ωραίο τρόπο ότι σε αυτή την περίπτωση δεν βγάζετε λεφτά από τα comics σας, αλλά από οτιδήποτε άλλο κάνετε. Μπορείτε επίσης, να βρείτε ακόμη έναν, ή και περισσότερους σαν εσάς και να συνασπιστείτε όλοι μαζί και να μοιράσετε τα έξοδα. Ένας λογιστής είναι περισσότερο αρμόδιος από εμένα να σας εξηγήσει τις διάφορες μορφές επιχειρήσεων και ενδεχομένως να σας προτείνει αυτή που είναι πιο συμφέρουσα για αυτό που θέλετε να κάνετε. Αυτό που θα πω εγώ, μιλώντας από προσωπική εμπειρία, είναι ότι τα έξοδα του λογιστή, είναι ίσως τα μόνα που δεν πρέπει να δυσανασχετείτε που πληρώνετε και η επιλογή ενός λογιστή θα πρέπει να γίνει και αυτή πολύ προσεκτικά. Ακόμη και αν οι διαδικασίες τήρησης βιβλίων σας φαίνονται κάτι απλό, σίγουρα θα την πατήσετε κάπου στο μέλλον και αυτό δεν το λέω από κακή πρόθεση, ούτε έχω τίποτα μετοχές στον σύλλογο λογιστών, απλά έχω δει πώς χειρίζονται μερικές καταστάσεις, γλυτώνοντας από τον πελάτη τους χρόνο και χρήματα.
Το πιο επιτυχημένο παράδειγμα επαγγελματικής αυτοέκδοσης που μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή, είναι το BONE του Jeff Smith, ο οποίος είχε ιδρύσει την δική του εταιρεία, την Cartoon Books. Τα πράγματα πήγαν τόσο καλά, που τα διαδικαστικά της επιχείρησης απαιτούσαν πολύ περισσότερο χρόνο από τον Smith, σε σημείο που άρχισε να μένει πίσω στην δημιουργία του comic. Μάλιστα, η γυναίκα του αναγκάστικε να παρατήσει την δουλειά της, προκειμένου να τον βοηθήσει. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε δυο πράγματα σε αυτό το σημείο: Πρώτον, ο Jeff Smith δεν είναι κάτοικος Ελλάδας και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Δεύτερον, μιλάμε για μια εποχή που, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Smith, οι αυτοεκόσεις ήταν της μόδας και γενικά πήγαιναν καλά (δεκαετία του ’90).
Αφού ξεπεράσετε τα νομικοειδή, θα πρέπει να ασχοληθείτε και με τα υπόλοιπα διαδικαστικά. Το κομμάτι αυτό, αφορά και σε όσους επιλέξουν την “μαύρη” οδό, να εκδίδουν δηλαδή τη δουλειά τους, χωρίς να έχουν ή να συμμετέχουν σε κάποια επιχείρηση. Πολλοί φαντάζονται ότι ένας καλλιτέχνης είναι, για κάποιο λόγο, εξοικοιωμένος με τα διαφορετικά είδη χαρτιού, το στήσιμο ενός εντύπου και την τυπογραφική διαδικασία γενικότερα, όμως δεν ισχύει πάντα κάτι τέτοιο. Κάποιος που είναι κατ’ επάγγελμα γραφίστας, σαφώς και θα ξέρει περισσότερα πράγματα από κάποιον που είναι φαρμακοποιός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να κάνει comic (και σας διαβεβαιώ ότι τα κάνει και πολύ καλά μάλιστα). Άρα, λοιπόν, αν δεν έχετε ιδέα τι διαφορά έχει το απλό χαρτί γραφής από το Gardapat και πόσο μπορεί να επηρεάσουν τα γραμμάρια του χαρτιού το τελικό αποτέλεσμα, να ξέρετε ότι έχετε αρκετό δρόμο μπροστά σας. Θα πρέπει να έχετε κάποιες γνώσεις γραφιστικής, εκτός κι αν κάποιος άλλος μπορεί να στήσει ένα έντυπο για εσάς, όπως επίσης θα πρέπει να μάθετε μερικά πράγματα για το πώς δουλεύουν οι τυπογράφοι. Νομίζω είναι αυτονόητο, ότι θα πρέπει να είστε προετοιμασμένοι για λάθη, ειδικά στις πρώτες σας απόπειρες.
Έστω ότι όλα έχουν πάει καλά και έχετε παραλάβει το δημιούργημά σας από το τυπογραφείο. Αυτό που έχετε να κάνετε στη συνέχεια, είναι να το προωθήσετε στα διάφορα σημεία πώλησης. Το κομμάτι αυτό συνεπάγεται αρκετό τρέξιμο και ικανότητες πωλητή. Τα περισσότερα εξειδικευμένα καταστήματα, θεωρώ ότι, δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθούν να συμπεριλάβουν το προϊόν σας στα ράφια τους. Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να κάνετε επαφές με τα υπόλοιπα μεγάλα βιβλιοπωλεία (εάν φυσικά θέλετε να πωλείται το έντυπό σας και εκεί), κάτι το οποίο, συνήθως, σημαίνει κάποιο ραντεβού για δειγματισμό με κάποιον υπεύθυνο, απανωτά τηλεφωνήματα και άπειρη υπομονή. Τα πράγματα αρχίζουν και δυσκολεύουν, όταν αποφασίσετε ότι θέλετε να διατίθεται το προϊόν σας και σε καταστήματα τα οποία βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από την έδρα σας. Μια λύση σε αυτό, είναι να απευθυνθείτε σε κάποιο πρακτορείο διανομής, αφού πρώτα κάνετε μια δέηση σε όποιον θεό πιστεύετε. Η θεωρία λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι, θα πάρουν τα comics σας και θα αναλάβουν να τα διανείμουν πανελλαδικά, κρατώντας κάποιο ποσοστό. Η πράξη λέει, ότι εκτός κι αν τους τα χώνετε χοντρά, θα ταλαιπωρηθείτε. Αν πάλι σκέπτεστε να βγείτε στα περιπτερα, αν θυμάμαι καλά, το ελάχιστο τιράζ που απαιτουν τα πρακτορεία Τύπου είναι 5.000 αντίτυπα, οπότε καταλαβαίνετε ότι μιλάμε για άλλα μεγέθη εκδόσεων.
Κάτι που μπορεί να μην σας έχει περάσει από το μυαλό, αλλά αποδεικνύεται πολύ σοβαρό ζήτημα στην πορεία, είναι αυτό που έθιξε ο Τάσος Παπαϊωάννου στο thread του Comicart, στο οποίο έχω αναφερθεί παλιότερα: Ο χώρος. Θα πρέπει να έχετε ένα μέρος, όπου θα μπορείτε να αποθηκεύσετε τα αντίτυπα που σας περισσεύουν, εκτός κι αν (και σας το εύχομαι ολόψυχα) καταφέρνετε και έχετε κλείσει από πριν συμφωνίες για ολόκληρο το τιράζ σας, οπότε το πρόβλημά σας έχει λυθεί. Στην αρχή, μπορεί να μην φαίνεται τόσο σοβαρό, αλλά μετά από 5-6 εκδόσεις, θα έχει μαζευτεί ένας μεγάλος αριθμός αντιτύπων, τα οποία θα πρέπει να διαχειριστείτε.
Οι “μη νόμιμοι”, να ξέρετε ότι μάλλον αποκλείεται να δείτε το έργο σας οπουδήποτε αλλού, πέρα από τον πάγκο κάποιου φεστιβάλ, ή πολύ συγκεκριμένα ράφια εξειδικευμένων καταστημάτων. Βλέπετε, χωρίς τα συνοδευτικά παραστατικά (λέγε με δελτίο αποστολής), θα είναι δύσκολο για κάποιον να δεχτεί να βάλει το προϊόν σας στο μαγαζί του. Τα κομιξάδικα κάνουν ένα ωραίο κολπάκι με τιμολόγια αγοράς, οπότε καλύπτονται από το νόμο. Έχετε όμως και κάποιες άλλες λύσεις, τις οποίες θα εξετάσουμε στο επόμενο μέρος αυτού του αφιερώματος.
Αν όσα έγραψα παραπάνω σας αποθάρρυναν, οφείλω να σας πω ότι η λύση της επιχείρησης δεν είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Δεν θα είστε ο πρώτος που θα το δοκιμάσει, υπάρχουν κι άλλοι που το έχουν κάνει και συνεχίζουν να το κάνουν. Το αν το παραπάνω τρέξιμο και ο κόπος που απαιτεί μια τέτοια ενέργεια αξίζει, είναι κάτι που θα αποφασίσετε εσείς και οτιδήποτε κι αν γράψω εγώ δεν θα μπορέσω να προσεγγίσω την δική σας πραγματικότητα. Από την άλλη, έχοντας τη δική σας επιχείρηση, από τη στιγμή που καλύπτετε τα κόστη σας, ότι περισσεύει είναι καθαρό κέρδος για εσάς, ενώ έχετε και απεριόριστη ελευθερία, χωρίς να εξαρτάστε από τον εκάστοτε εκδότη.
Κάποιοι καλλιτέχνες θεωρούν ότι είναι καλύτερο να ξοδέψεις μερικά ευρώ, να βγάλεις φωτοτυπίες στο συνοικιακό βιβλιοπωλείο (ή ακόμη καλύτερα, στην εταιρεία που δουλεύεις, για να σου έρθει τσάμπα) και να μοιράσεις το αριστούργημά σου σε δέκα άτομα, παρά να μην εκδόσεις ποτέ ούτε μία σελίδα.
Στο επόμενο μέρος, θα δούμε μερικές ακόμα επιλογές για το πώς μπορεί το έργο ενός δημιουργού να φτάσει στο κοινό, καθώς και τα λεγόμενα “new media”. Υπομονή μέχρι την άλλη Τετάρτη.