BLACK BLIZZARD
Writer/artist: Yoshihiro Tatsumi
Editor: Andrian Tomine
Μετάφραση: Akemi Wegmüller
Drawn & Quarterly
Όποιος έχει διαβάσει την αυτοβιογραφία-μαμούθ του Yoshihiro Tatsumi, A DRIFTING LIFE, γνωρίζει ότι ο κύριος όγκος της δουλειάς του και αυτός με την μεγαλύτερη σημασία για το Ιαπωνικό αναγνωστικό κοινό, είναι αστυνομικές ιστορίες που εκδίδονταν γύρω στο 1960, σε ανάλογης θεματικής περιοδικά.
Έτσι, η Drawn & Quarterly, που μέχρι τώρα είχε εστιάσει το εκδοτικό της ενδιαφέρον, πέραν του A DRIFTING LIFE, στα πιο χαρακτηριστικά gekika έργα του Tatsumi, κυκλοφορώντας τρεις ανθολογίες με αυτοτελείς, σύντομες ιστορίες, κυρίως κοινωνικού περιεχομένου, όπως το ABANDON THE OLD IN TOKYO, μας συστήνει, στο BLACK BLIZZARD, τη μυθοπλαστικότερη πλευρά του Ιάπωνα δημιουργού.
Έχοντας διαβάσει τις προαναφερθείσες ανθολογίες και την αυτοβιογραφία, ομολογώ πως είχα αρκετά υψηλές απαιτήσεις, αλλά ήμουν έτοιμη να του συγχωρήσω και μερικά μικρολάθη, λόγω παλαιότητας, (αν και για το A DRIFTING LIFE, η άποψή μου δεν απείχε και πολύ από αυτή του Άρη Κώτση). Δυστυχώς, διαψεύσθηκα πανηγυρικά, προς μεγάλη ικανοποίηση, φαντάζομαι, του Δημήτρη Σακαρίδη, που από πολύ νωρίς είχε κατατάξει τον Tatsumi στη λίστα με τους υπερεκτιμημένους δημιουργούς comics. (Διαβάστε την κάπως εκτενέστερη γνώμη του, στα comments αυτού του post.)
Πάμε, λοιπόν, να δούμε γιατί βγάζω χολή για ένα manga που δεν εξέδωσε η TokyoPop.
Ο πιανίστας Susumu, γνωρίζει την τραγουδίστρια τσίρκου, Saeko, και γοητευμένος από τη φωνή της, αναλαμβάνει να της γράψει τραγούδια, αλλά και να την στηρίξει ώστε να γίνει κανονική τραγουδίστρια. Ο πατέρας της και ringmaster του τσίρκου (ο οποίος την χτυπάει κιόλας) έχει, δυστυχώς για αυτούς, διαφορετική άποψη. Ο Susumu πάει στo χώρο εργασίας της Saeko, για να τη γλιτώσει και να της χαρίσει την καριέρα που της αξίζει, καταλήγει όμως να διαπληκτίζεται με τον ringmaster. Αυτό είναι και το τελευταίο πράγμα που θυμάται, καθώς την επόμενη στιγμή βρίσκεται λιπόθυμος στην σκηνή του τσίρκου, με το πτώμα του ringmaster δίπλα του. Τώρα, βρίσκεται δεμένος με χειροπέδες μαζί με έναν άλλο εγκληματία και οδεύουν προς την φυλακή, όταν εξαιτίας μιας ευτυχούς συγκυρίας, καταφέρνουν να δραπετεύσουν και να το σκάσουν στα χιονισμένα βουνά, ενώ η αστυνομία βρίσκεται στο κατόπι τους. Εκεί, δεν βρίσκεται όμως κανείς να τους βοηθήσει και η μόνη λύση για να απαλλαγούν ο ένας από τον άλλο και να τραβήξουν χωριστούς δρόμους, προκειμένου να έχουν μια ελπίδα να επιβιώσουν, είναι να χάσει ένας από τους δύο το χέρι του.
Τα παγωμένα τοπία, η ερημιά, η κλειστοφοβία σε ανοιχτό χώρο, το άγχος της καταδίωξης και η απόγνωση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία του manga, τα οποία μεταδίδονται αρκετά αποτελεσματικά στον αναγνώστη και κάπου εδώ σταματάνε τα όποια προτερήματα αυτού του comic.
Σοβαρά τώρα, η υπόθεση είναι πλέον από τα μεγαλύτερα κλισέ του είδους, και την έχουμε ξαναδεί σε διάφορες παραλλαγές σε ταινίες, βιβλία και comics. Ο “καλός” και ο “κακός” εγκληματίας, που συνδέονται μεταξύ τους με ένα σετ χειροπέδες και προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτές, είναι μια ιδέα που ακόμη και το ’60 στη Δύση δεν κέρδιζε δάφνες πρωτοτυπίας. Μπορεί στην Ιαπωνία να μην ίσχυε το ίδιο, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω, αλλά μιλάμε για ένα έργο που ακόμη και οι μεγαλύτερες ανατροπές του ήταν από χιλιόμετρο προβλέψιμες. Το σχέδιο, τέλος, δεν θεωρώ ότι είναι άξιο εκτενούς αναφοράς, καθώς είναι γνώριμο για όποιον αναγνώστη έχει διαβάσει στο παρελθόν έστω και ένα έργο του Tatsumi, και είναι και εδώ απόλυτα συνεπές ως προς το στυλ του δημιουργού, εξυπηρετώντας ικανοποιητικά την ιστορία, χωρίς όμως να της προσφέρει κάτι παραπάνω.
Το BLACK BLIZZARD, τελικά, απέδειξε για μένα ότι δεν είναι απαραίτητο πως κάθε comic που είναι ιστορικά σημαντικό για την εξέλιξη του Μέσου στη χώρα δημιουργίας του, διατηρεί την δύναμη του κλασσικού και όταν περάσει τα σύνορα αυτής, πολλά χρόνια αργότερα. Δεν αμφιβάλλω για τις επιρροές που άσκησε ο Tatsumi και το noir τμήμα της δημιουργίας του, στις επόμενες γενιές, αλλά στα χέρια μου έχω ένα κακογερασμένο manga, που δεν είχε τίποτα να μου πει, καθώς θεωρώ μέχρι και τις σεναριακές και σχεδιαστικές κινηματογραφικές αναφορές του, απόλυτα ξεπερασμένες.
Τα production values και ο σχεδιασμός του συγκεκριμένου manga, του κερδίζουν μερικούς πόντους, γιατί ο κύριος Tomine πολύ σοφά επέλεξε να του δώσει μια pulp αισθητική, που να συμβαδίζει με τις αντίστοιχες των αμερικάνικων comics εκείνης της εποχής και θεματολογίας. Από την ποιότητα του χαρτιού, στην εκτύπωση, στο χρώμα και στις υπόλοιπες λεπτομέρειες, το υλικό απογειώνεται όσο περισσότερο μπορεί να απογειωθεί.
To BLACK BLIZZARD δεν με κάνει να αναθεωρήσω την γνώμη μου για τον Tatsumi, αλλά εφ’ εξής θα δηλώνω θαυμάστρια αποκλειστικά των ρεαλιστικών έργων του. Πιθανώς, αν η Drawn & Quarterly συνεχίσει την έκδοση αστυνομικών ιστοριών του, να έπρεπε να τους δώσω μια τελευταία ευκαιρία, αλλά το BLACK BLIZZARD ήταν τόσο απογοητευτικό, που μάλλον δεν θα το επιχειρήσω. Στη συνέντευξη που περιλαμβάνεται στο τέλος του βιβλίου, ο Tatsumi λέει για το συγκεκριμένο manga “I’d rather keep it hidden from sight” και μάλλον έτσι πρέπει να είχε κάνει.