TOP 100 OF THE 90s: 8. CONCRETE
Writer/Artist: Paul Chadwick
Dark Horse
Ο Ron Lithgow είναι ένας συγγραφέας που βγάζει τα προς το ζειν γράφοντας τους πολιτικούς λόγους του Γερουσιαστή Mark Douglas. Η ζωή του κυλά, σε γενικές γραμμές, χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις, εκπλήξεις, ή σκαμπανεβάσματα, μέχρι που αποφασίζει να πάει για κάμπινγκ σε κάποιο κοντινό βουνό, μαζί με ένα φίλο του. Εκεί, θα ανακαλύψουν μια περίεργη πηγή φωτός, σε μια σπηλιά κοντά στο σημείο που είχαν κατασκηνώσει.
Η απόφαση τους να εξερευνήσουν τη σπηλιά, για να διαπιστώσουν περί τίνος πρόκειται, θα αποδειχθεί κομβικής σημασίας. Οι δύο φίλοι θα απαχθούν από εξωγήινους και, στη συνέχεια, θα αποτελέσουν μέρος ενός περίεργου πειράματος, κατά το οποίο οι εγκέφαλοι τους θα μεταφερθούν σε τσιμεντένια σώματα, που διαθέτουν απίστευτη αντοχή και τους δίνουν υπεράνθρωπη δύναμη.
Μετά από λίγο καιρό, παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να δραπετεύσουν, αλλά η απόπειρα τους στέφεται με επιτυχία μόνο για τον Ron, καθώς ο φίλος του επιλέγει να παραμείνει εκεί, αναζητώντας τρόπους να αποκτήσει ξανά το πραγματικό του σώμα. Ο Ron επικοινωνεί με τον Γερουσιαστή Douglas, με την ελπίδα πως ο τελευταίος θα μπορέσει να τον βοηθήσει. Ο Douglas φέρνει το θέμα σε διάφορες μυστικές υπηρεσίες και κυβερνητικές επιστημονικές οργανώσεις των ΗΠΑ και μετά από μια σειρά από εξετάσεις και αναλύσεις και συσκέψεις, τα “μεγάλα κεφάλια” της χώρας αποφασίζουν πως ο Ron/Concrete μπορεί να συνεχίσει τη ζωή που είχε πριν από το συμβάν, υπό τον όρο ότι θα εξακολουθήσει να παρακολουθείται από γιατρούς και άλλους σχετικούς επιστήμονες, αλλά και δε θα αποκαλύψει ποτέ το γεγονός ότι απήχθη από εξωγήινους (για λόγους εθνικής ασφάλειας, φυσικά).
Πόσο εύκολο είναι, όμως, να συνεχίσεις τη ζωή που είχες πριν, όταν πλέον χρειάζεσαι τσιμεντένιες (ή ανάλογης αντοχής) καρέκλες για να καθίσεις, μια και το σώμα σου πλέον ζυγίζει μερικούς τόνους; Πόσο εύκολο είναι να μην αλλάξει η ζωή σου, όταν ακόμη και τα πιο απλά, καθημερινά πράγματα που πρέπει να κάνεις, αποτελούν σύνθετες ασκήσεις, καθώς η υπερφυσική σου δύναμη μπορεί να καταστρέψει οτιδήποτε γύρω σου, αν δεν προσέξεις; Πόσο εύκολο είναι να παραμείνεις αναλλοίωτος ως χαρακτήρας, όταν κάθε δημόσια εμφάνιση σου αντιμετωπίζεται με δυσπιστία ή/και φόβο από τους απλούς ανθρώπους που σε βλέπουν; Πόσο εύκολο είναι, τελικά, να διατηρήσεις ανέπαφα την προσωπικότητα και το χαρακτήρα σου, όταν δεν έχεις πια τη δυνατότητα για απλή ανθρώπινη επαφή, αλλά και δεν διαθέτεις τα αναπαραγωγικά όργανα για πιο “στενή”;
Η ζωή του Ron αλλάζει και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Το θέμα είναι πώς καταφέρνει να προσαρμοστεί ο ίδιος σε αυτή την αλλαγή, αλλά και πώς (ή αν) θα καταφέρει να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του, με βάση τις νέες, ιδιόρρυθμες συνθήκες που πρέπει να αντιμετωπίζει καθημερινά.
Τα παραπάνω αποτελούν μοναχά την αρχή (αλλά και τη βασική ιδέα) της ιστορίας του CONCRETE, του σπουδαίου και πολυβραβευμένου έργου του Paul Chadwick, που έμοιαζε να ξεκινάει ως τυπικό science fiction και πολύ σύντομα αποδείχθηκε πως ήταν ένα από τα πιο ανθρώπινα και ρεαλιστικά comics που είχαν εκδοθεί ποτέ. Μέσα από τις καθημερινές ιστορίες (και δυσκολίες) του Ron, ανακαλύπτουμε όλα αυτά που μας κάνουν ανθρώπους και, πολύ συχνά, τον βλέπουμε να έρχεται αντιμέτωπος με διλήμματα και προβλήματα, που μπορεί να μοιάζουν αρκετά με τα δικά μας, ή αυτών που ζουν γύρω μας.
Θυμίζοντας λίγο what if του τύπου “τι θα γινόταν αν ο Thing της Marvel ζούσε σε έναν πιο ‘πραγματικό’ κόσμο, χωρίς υπερήρωες και υπερ-κακούς” (αλλά, δίχως αμφιβολία, με αρκετούς αληθινούς ήρωες και, ενδεχομένως, ακόμη περισσότερους -και ίσως πολύ χειρότερους- κακούς), το comic του Chadwick είναι τόσο “ριζωμένο” σε αυτό που λέμε “πραγματικότητα” (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο Ron δραπετεύει από τα δεσμά των εξωγήινων και μετά), που πολύ σύντομα γίνεται απίστευτα εύκολο να ξεχάσεις πως διαβάζεις για ένα τσιμεντένιο τέρας, ύψους δυόμιση μέτρων, και στέκεσαι περισσότερο στους χαρακτήρες.
Χαρακτήρες όπως τον Larry, βοηθό και καλύτερο φίλο του Ron, που συχνά γίνεται ο ίδιος πρωταγωνιστής των ιστοριών του Chadwick και, ακόμη πιο συχνά, ερωτεύεται λάθος γυναίκες. Ή την Maureen, τη βιολόγο που παρακολουθεί και μελετάει την κατάσταση του Ron, προσπαθώντας να παραμείνει αντικειμενική, εξετάζοντας ένα “subject” που τη συναρπάζει και τη συγκινεί τόσο, και που αποτελεί το πλησιέστερο σε “love interest” για τον ασυνήθιστο ήρωα μας. Ή ακόμη και τους υπόλοιπους, περιφερειακούς και περιστασιακούς χαρακτήρες, που εμφανίζονται και χάνονται λίγο καιρό μετά, όπως συχνά συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους που μπαίνουν για λίγο και λόγω διαφόρων συνθηκών, στη ζωή μας, για να εξαφανιστούν μετά, αφήνοντας μόνο μια αχνή ανάμνηση του προσώπου τους και σκόρπιες κουβέντες που μπορεί να είπαν και, για άγνωστο λόγο, μας σημάδεψαν…
Το artwork του Chadwick είναι ιδανικό για τον κόσμο του Concrete. Ρεαλιστικό, όχι με την συνήθη έννοια που έχουμε προσδώσει στο συγκεκριμένο ορισμό όταν μιλάμε για comics, αλλά με μια σχεδιαστική πολυπλοκότητα που πηγάζει από κλασικές προσεγγίσεις στο θέμα Τέχνη, όμως, πάντα (ή σχεδόν πάντα) με αυτή την ασπρόμαυρη “απλότητα”, που αποτυπώνει τη ζωή, χωρίς να τη “φωτογραφίζει”. Απλές, λιτές γραμμές, που εναλλάσσονται με έντονες φωτοσκιάσεις και ανελέητο cross-hatching, και βασικές δομές layout, που ακολουθούνται από σύνθετες σελίδες, βγαλμένες από έναν κόσμο στον οποίο ο Neal Adams μπορεί να χαλιναγωγήσει την ορμή και τον ενθουσιασμό του και ο John Buscema πληρώνεται για να κάνει “Τέχνη” και όχι εύπεπτα αναγνώσματα για εφήβους. Ο Chadwick δε μοιάζει να έχει προφανείς επιρροές, ούτε να ακολουθεί συγκεκριμένες φόρμες. Μούσα του είναι η ίδια η Τέχνη των comics και στόχος του είναι να διηγηθεί τις ιστορίες που έχει μέσα του, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που μπορεί. Και τα καταφέρνει.
Για τους περισσότερους αναγνώστες, το CONCRETE είναι, πιθανώς, το καλύτερο comic που δεν έχουν διαβάσει ποτέ. Μην κάνετε το λάθος και παραμείνετε και εσείς ένας από αυτούς.