TOP 100 OF THE 90s: 1. FROM HELL
Writer: Alan Moore
Artist: Eddie Campbell
Top Shelf
“That which is above is like that which is below and that which is below is like that which is above, to achieve the wonders of the one thing.”
Δυιλισμένη καθαρά από προσωπικά φίλτρα (ίδιον/αλλότρια), η νοητική εικόνα του αναγνώστη/συλλέκτη comics που ανταγωνίζεται σε πνευματικό επίπεδο το έργο των αγαπημένων του καλλιτεχνών (είτε η τελική έκφανση αυτού του συναισθήματος είναι η άμετρη υποστήριξη τους είτε ο ετεροχρονισμένος αφορισμός τους και αρκετές διόλου αμελητέες σε αριθμό επιστρώσεις ανάμεσα στις δύο θέσεις) μου είναι επώδυνα οικεία. Εγκλωβισμένοι (και συγχωρείστε τη χρήση πρώτου πληθυντικού ταύτισης/συνενοχής) σε χωματερές διαφόρων στοιχείων της pop κουλτούρας περιδιαβαίνουμε αναστοχαστικά σε (συμβατικά ή μη τιτλοφορημένες) μεταμοντερνίστικες διόδους στεφανωμένες από αψίδες πολύτιμων σκουπιδιών, φτιαγμένες από λίγο Dostoyefski εδώ, λίγο Jetsons παραπέρα, συντριμμίδια του John Carpenter πιο κείθε, χαλκευμένα με στόκο FALCON CREST και καλυμμένα με εξώφυλλα NEW YORKER και γελοιογραφίες από PUNCH. Aγαπάμε την νεόδμητη μας πόλη, την φτιαγμένη από κουρνιαχτό της ξηρής ρευστότητας του χρόνου και ξεδίνουμε με λίστες πραγμάτων που την θεμελιώνουν, την προεκτείνουν στο χρόνο και την χαράσσουν πάνω στο βράχο.
Από τους πιο άξιους συνοδοιπόρους μας ρακοσυλλέκτες, που νιώθει την αγάπη και το πάθος μας για τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα υλικά (όσο κάτι τέτοιο διαγράφεται στο έργο του και δεν αποτελεί εκ μέρους μου προβολή του χειρίστου είδους, κάτι πολύ πιθανό), ο Αlan Moore, σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, όρθωσε το αποδομιστικό με επίχρισμα και καρδιά ρομαντισμού, Ντεριντάνιο του ανάστημα και εν μέρει σκίασε και φώτισε το Μέσο των comics που έθρεψε τις ικανότητές του, τις φιλοδοξίες του και την συγγραφική του φιλαυτία. Αγάπησε σφόδρα τη φόρμα του Μέσου, θρήνησε τις πτώσεις του και αγαλλίασε με τις αυγές του. Mε το WATCHMEN δοκίμασε τους μύες του (αλλά δεν έκανε το Πεντάγωνο, κύκλο) και με υπολογισμένες κινήσεις αποδόμησε ένα genre που αγάπησε. Η συναισθηματική αποστασιοποίηση από τους χαρακτήρες του, κάτι που του χρεώνεται κατά καιρούς ότι ενυπάρχει στο modus operandi του, δεν θεωρώ ότι υφίσταται, καθώς, ίσως ενίοτε με πληγωμένα εξυπνακίστικο τρόπο, παραμένει ρομαντικός τόσο στο WATCHMEN όσο και στα υπόλοιπα έργα του. Τόσο όμως στο προαναφερθέν έργο του, όσο και στο έτερο αριστουργήμά του, SWAMP THING, αλλά και στο MIRACLEMAN, στις δουλειές του στο WARRIOR και στο 2000AD, καταπιάνεται πάλι με genres με όπλο του αυτές τις, έστω ρομαντικά, αποδομιστικές του τάσεις. Νιώθει κανείς έντονα την παλλόμενη ροή των δομών στο έργο του και την εναλλαγή με την έλλειψή τους σαν ένα αδιάκοπο παιχνίδι κώδικα Moρς με τα κυκλώματα του Μέσου. Μεγαλουργεί όσο και ξενίζει, ποζάρει αρκετές φορές με έπαρση και αναδεικύεται όταν το πάθος του αφήνει λίγο πιο πίσω την συναίσθηση και προβολή της ευφυίας του. Χτίζει (με συναίσθηση των χαρακτηρισμών) τα έπη του, τις τραγωδίες του και τις λιγότερο έντονες μόνο σε έκταση, βινιέτες του.
Εκεί όμως που φτάνουμε και στην κορυφή αυτής της λίστας/χρονοκάψουλας βρίσκεται το FROM HELL (για το οποίο τα υπερπλήρη κατ’εμέ, κείμενα των συναγωνιστών τε και φίλων, βρίσκονται εδώ, στην κορυφή άλλης λίστας, και εδώ, στο τρόπον τινά showcase corner του αρχείου μας).
Το FROM HELL υφίσταται ως οντότητα εντός και εκτός του συνόλου του έργου του Moore, καθώς είναι το κομβικό σημείο στο οποίο δίνει το απόλυτο αριστούργημά του ξεπερνώντας (σε πολλά επίπεδα) τον εαυτό του. Αφήνοντας πίσω ουσιαστικά την πόζα και τις εξάρσεις έπαρσης και φιλαρέσκειας, πηγαίνει το παιχνίδι εξουσιαστή/εξουσιαζόμενου ανάμεσα σε αυτόν και τον αναγνώστη (το οποίο είχε ξεκινήσει στα προηγούμενα έργα του) στο επόμενο πλατύσκαλο.
Ο φετιχισμός του ένθερμου οπαδού και του Μέσου αλλά και του έργου του Μoore με το “επόμενο αριστούργημα”, εδώ φτάνει σε ένα έστω προσωρινό (κάτι που μεταμοντερνίστικα φαντάζει παντοτινό ούτως ή άλλως) τέλος. Το FROM HELL, πυροβολώντας (αγγλιστί) με όλους τους κυλίνδρους από δύο δημιουργούς με φαινομενικά ανεξάντλητες δυνατότητες σε όλα τα επίπεδα, σε φέρνει αντιμέτωπο με τα όρια σου στο θέμα της απόλαυσης ενός comic. Kανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι με συμβατικούς όρους ευκολοδιάβαστο, το σίγουρο όμως είναι ότι με τον τρόπο του επιτάσσει την υποταγή και την πλήρη σου προσήλωση σε αυτό. Δύσκολα θα χαρακτηριστεί από κάποιον ως το “αγαπημένο του comic” και ο λόγος είναι ότι καθιστά την ανταγωνιστική κριτική στάση ελαφρώς ανούσια.
Ο ίδιος περιγράφει τη δουλειά του με τον Eddie Campbell ως “post mortem of a historical occurrence, using fiction as a scalpel” [COMPLEAT SCRIPTS, σελ.337]. Eπιχειρεί να διχοτομήσει και να αποδομήσει εδώ με αφορμή τους φόνους του Jack The Ripper (Τζακ του Αντεροβγάλτη) όχι μονο το Μέσο και τη Βικτωριανή εποχή, αλλά και την δυτική κοινωνία γενικότερα, την ανθρώπινη κατάσταση εν γένει. Η μετάβαση από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο με τρομακτική εστίαση στο άμεσο περιβάλλον του Moore, είναι μια θεματική που θα τον δαιμονίσει σε βαθμό που κι ο ίδιος αστειεύεται για το ότι το επόμενο έργο του δεν θα είναι απλά για τη γενέτειρά του, το Northampton, αλλά για τον καναπέ του σπιτιού του. Εδώ λοιπόν καταπιάνεται με μια ιστορία “that concerns politics, architecture, love, art , history and God. And Sex. And regrettably with violence of a most extreme nature.” Στο TABOO προσθέτει πως αυτό ήταν το μόνο μέρος όπου θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα τελευταία εκείνα στοιχεία που δεν είναι αναγκαστικά τα πιο σημαντικά του έργου, με ευθύτητα και ειλικρίνεια. Με το να εστιάσει στους φόνους, τους μετατρέπει σε συμβάν/κάτοπτρο με ιδιότητες μαύρης τρύπας που θα αποτελέσει φίλτρο για την θέαση όλων των συχνοτήτων του ανθρώπινου φάσματος. Ένα ιστορικό γεγονός/τραύμα που ξεχειλίζει προεκτάσεων παντού γύρω του, προς όλες τις χωροχρονικές κατευθύνσεις. Ο τρόπος που περιγράφει τον Jack επισημαίνει τη μακάβρια εμμονή και έμμεση ταύτιση του κοινού με τις νυστερικές του κινήσεις και το πόσο συνδέονται με λίγους χτύπους διαφορά από τον θύτη. Ο δολοφόνος, οι πόρνες και τα φρέσκα, χαίνοντα τραύματα που επιφέρονται στο σώμα τους φαντάζουν σαν διάτρηση του κοινωνικού αποστήματος/zeigeist της εποχής. Η ταξική φόρτιση στη γραφή του Μοοre και η ειρωνική αντίστιξη της βαθειά ριζωμένης ρυπαρότητας του βασιλικού χειρούργου Gull έναντι της εξαθλιωμένης κοινωνικά ύπαρξης των πορνών είναι έντονα δοσμένη με τρόπο ίσως το ίδιο συναισθηματικό όσο στο BOJEFFRIES SAGA ή στο SMALL KILLING. Eκεί που ενυπάρχει η διαφορά είναι στον παναθρώπινο και παράλληλα εξώκοσμο χαρακτήρα που αποκτά εδώ το έργο του. Με τρόπο αρκετά Μπεργκμανικό ψηλαφίζει έναν ψυχρό κόσμο, όπου τα μεγάλα τραύματα χαίνουν πάνω από το κέφαλι των ηρώων ερινυωδώς χωρίς να έχουν ως πυρήνα και υπερεγώ τους μια αδιόρατη Θεία παρουσία. Ο Moore φέρνει αντιμέτωπους τους χαρακτήρες του με την έλλειψη πίστης και την ουσιαστική έλλειψη Θεού. Ταυτίζεται με το δολοφόνο έστω σε αυθάδικο μετα-σχόλιο, λέγοντας πως:
“For my part, the thing that I am most concerned with cutting into and examining is the stillwarm corpse of history itself. In my chilliest moments, I sometimes suspect that this was his foremost preoccupation also, albeit for different ends.”
[COMPLEAT SCRIPTS σελ. 336].
Σε επίπεδο τελετουργικό, η ταύτιση είναι επίσης εμφανής, καθώς η επικείμενη στο μυαλό του Gull ανάληψη και επακόλουθη Θέωση είναι, κατά Crowley (o oποίος εμφανίζεται ως παιδί με γλυφιτζουρι στις σελίδες του FROM HELL, το οποίο ρωτάει αν ο άνθρωπος εκείνος επιτέλεσε κάτι το μαγικό), ο απόλυτος στόχος της ενδεχόμενης κορύφωσης της αλλοίωσης συνειδητότητας και αντίληψης σε μια τελετή μαγείας.
Eδώ έχουμε ουσιαστικά και την αντιπαράθεση δύο κυρίως σκηνών όπου γίνεται ανάγλυφη η οργανική σχέση ανάμεσα στους Μοοre και Campbell. Ο εκδότης της ανθολογίας TABOO, S.R. Bissette, που επέμενε για την σύζευξη των δύο για το FROM HELL (παρά την ήδη υπάρχουσα, μακροχρόνια φιλία τους) αναφέρει πως ο Eddie Campbell ήταν “ο μόνος καλλιτέχνης με την ικανότητα να διατηρήσει την ανθρωπιστική εστίαση που ήταν απολύτως απαραίτητη για το FROM HELL”. Mε τάσεις αυτοανάλυσης και αναστοχασμού σε βαθμό ανασκολοπισμού, ο Campbell ήταν έτοιμος να στρέψει νυστέρι προς το σύμπαν και να συνδημιουργήσει ουσιαστικά αυτό το έργο. Προσηλωμένος σε αρκετές σελίδες στο nine panel grid, κατάφερε να κάνει τον ασπρόμαυρο τόνο να φαντάζει σχεδόν καλειδοσκοπιακός. Σε πολλές σκηνές κατεδαφίζει το μοτίβο με τρόπο ερεθιστικά ρηξικέλευθο, αλλά στις προαναφερθείσες δύο σκηνές νομίζω ότι φτάνει την κορύφωση της μέθεξης με το σενάριο του Μοοre.
H πρώτη εκτείνεται σχεδόν σε όλο το δέκατο κεφάλαιο με τίτλο “The Βest Οf Αll Τailors” και είναι ο τελετουργικός φόνος/αυτοψία ενός εκ των θυμάτων από τον Gull. Xωρίς να συνοδεύεται σε μεγάλο βαθμό από λέξεις επιτυγχάνεται η ολιστική βίωση μιας σελίδας ή ενός πάνελ, καθώς σχεδόν ακούς τα γλιστρίματα της λεπίδας και νιώθεις ασφυκτικά τη ζεστασιά του αίματος στους τοίχους, ενω η απώλεια ορίων της έννοιας του δέρματος ανάμεσα στον εαυτό σου και το πάνελ γίνεται μέρος μιας απτής οργανικής διαδικασίας. Με περιγραφή που ακροβατεί ανάμεσα σε παράσταση ενός σολίστα και την ενοχική θεάση (και επακολούθως πλήρη εδώ εξερεύνηση της έννοιας και της λέξης αυτοψία) καταλήγει σε ένα από τα οράματα του Gull για το μέλλον. Εκεί επέρχεται η ρευστή, υγρή απεικόνιση μιας άλλης εκ των εμμονών του Moore, σχετικά με την αντίληψη του χρόνου ως κάτι το ενιαίο, εκεί που τα πάντα ουσιαστικά υφίστανται ταυτόχρονα. Το ότι οι Campbell και Μοοre αιχμαλωτίζoυν με τέτοιο τρόπο, εκρηκτικά φρενήρη και συνάμα λιτό, μια τόσο βίαιη και παράλληλα κομβική στιγμή, αποτελεί υπόδειγμα ρυθμού και αφηγηματικής δομής. Νιώθει κανείς πως η σκηνή εξελίσσεται βασανιστικά αργά, αλλά και γρήγορα την ίδια στιγμή, βιώνοντας τοιουτοτρόπως τη συγχρονικότητα του οράματος του Gull για το μέλλον αλλά και τη μακάβρια φύση της στιγμής στο παρόν.
Η επόμενη σκηνή που αποτελεί τον αντίποδα και τον ύστερο εξαγνισμό από το βάπτισμα αίματος που προηγήθηκε, κορυφώνεται στη σελίδα 24 του κεφαλαίου 14. Ο Gull βιώνει το τελευταίο του όραμα, ενώ αφήνει τις τελευταίες του πνοές. Η Ουσία του αιωρείται πάνω από στιγμές και πρόσωπα διάσπαρτα χωροχρονικά. Φτάνει κοντά στη Θέωση, στο τέλος της τελετουργίας που χρόνια θεωρούσε πως θα τον φέρει στη Λύτρωση (και υπέροχα το σχέδιο του Campbell γίνεται αχνό, δίνοντας μια εύθραυστη και φευγαλέα απεικόνιση των Θεοτήτων), αλλά τελευταία στιγμή μια άγκυρα από το παρελθόν του θα επαναφέρει τα πράγματα στην ηθικά σωστή τους διάσταση: μια λευκή σελίδα με τέσσερεις μόνο λέξεις είναι το ίζημα από τη ζύμωση του ανθρώπου με το Θείο. Μόνο και μόνο γι’αυτό το κλείσιμο της αναζήτησης με το κενό στη θέση του απόλυτου, το FROM HELL θα παραμείνει κλασσικό. Ο Μπεκετικός επίλογος των δύο ανδρών στην ακρογιαλιά δίνει το υπαρξιακά χιουμοριστικό καπακάκι για να το σφραγίσει. Το έργο κλείνει αλλά το πρίσμα δίνει πληθώρα αντανακλάσεων.
Γιατί τελικά και σε πολλούς βαθμούς, στο σύνολό του, το FROM HELL…
“… really ties the Room together.”