ROBERT E. HOWARD’S SAVAGE SWORD Vol. 1
Writers: Paul Tobin, Scott Allie, Mark Finn, Marc Andreyko, Roy Thomas
Artists: Wellington Alves, Ben Dewey, Tim Bradstreet, Robert Atkins, Barry Windsor-Smith & Tim Conrad
Cover Artist: Esad Ribic
Dark Horse
Επειδή κανείς χρειάζεται πάντα περισσότερο Sword & Sorcery και ειδικά περισσότερο Robert E. Howard, η Dark Horse έχει ξεκινήσει από το Δεκέμβριο την έκδοση αυτής της εκπληκτικής ανθολογίας. Πρόκειται για 80 σελίδες γεμάτες με χαρακτήρες του Howard, προσαρμοσμένους, γραμμένους και σχεδιασμένους από μερικούς εκ των κορυφαίων του χώρου. Αυτό δε σημαίνει ότι ο τόμος δεν έχει αδυναμίες, αλλά αυτές ωχριούν μπροστά στο φανταστικό σύνολο.
Ξεκινάμε με μια τυπική Conan ιστορία, όπου ο Κιμμέριος βάρβαρος βρίσκεται έμμεσα μπλεγμένος στην κλοπή ενός τεράστιου πετραδιού από τον ναό της Elder Queen στη Hesterm, χάνοντας ταυτόχρονα την ελκυστική σύντροφο που είχε επιλέξει για τη νύχτα. Δίχως να είναι κακή, πρόκειται για μάλλον generic πλοκή, με απλό, καθαρό σχέδιο (του Wellington Alves). Βασικό μειονέκτημα το ότι θα ολοκληρωθεί σε τρία μέρη.
Ακολουθεί το πρώτο treat του τόμου, με το “John Silent In The Earthbound Dead”, γραμμένο από τον Scott Allie, σε σχέδιο Ben Dewey. Πρόκειται για φυσική συνέχεια του SOLOMON KANE: CASTLE OF THE DEVIL, το οποίο επίσης είχε γράψει ο Allie και ακολουθεί τον John Silent στην Πράγα του 16ου αιώνα, καθώς προσπαθεί να απαλλαγεί από το καταραμένο, μαγικό βιβλίο του Baron von Staller, το οποίο παλεύει να κυριέψει το μυαλό του. Η απεικόνιση της απόγνωσης και της τρέλας του Silent είναι εξαιρετικές, ενώ το βιβλίο, ένα ουδέτερο αντικείμενο (δίχως προσωποποίηση με τη μορφή φωνών, ή κάτι αντίστοιχο), έχει μια έντονα ανατριχιαστική ποιότητα.
Εν συνεχεία έχουμε ένα εισαγωγικό/επεξηγηματικό κείμενο του Mark Finn πάνω στον El Borak, έναν τυχοδιώκτη χαρακτήρα του Howard, που κινείται στη Μέση ανατολή των αρχών του 20ού Αιώνα. Το κείμενο θέτει τόσο το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο που επηρέασε τον Howard, όσο και τις μυθιστορηματικές βάσεις του χαρακτήρα, ακολουθώντας την εξέλιξή του παράλληλα με αυτή του δημιουργού του ως συγγραφέα. Το κείμενο κοσμείται από illustrations του Tim Bradstreet, οι οποίες μιμούνται ασπρόμαυρες φωτογραφίες από pulps της εποχής. Το κείμενο κλείνει με την υπόσχεση μιας πλήρους ιστορίας από τους δύο δημιουργούς, στον επόμενο τόμο.
Η τέταρτη ιστορία είναι και το πιο αδύναμο σημείο του τόμου, όχι τόσο διότι αφορά έναν από τους πιο άγνωστους χαρακτήρες του Howard, την Dark Agnes (της οποίας οι μοναδικές τρεις ιστορίες εκδόθηκαν μόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα), αλλά διότι αποτελεί μια ελαφρώς αδέξια εισαγωγή με το, κατά πολύ κατώτερο των άλλων, σχέδιο του Robert Atkins. Μόνο redeeming point το splash page της Agnes, που κρατά το εγχειρίδιό της στο λαιμό του Γερμανού μισθοφόρου.
Το δεύτερο μισό του τόμου είναι αφιερωμένο εξ’ ολοκλήρου στο διαμάντι του, μια έγχρωμη επανέκδοση του κλασσικού, ασπρόμαυρου “Bran Mak Morn: Worms Of The Earth” (THE SAVAGE SWORD OF CONAN #16-#17, 1976)! Ρωμαϊκή ιστορία, δοξασίες των Πικτών και lovecraftian horror, παντρεύονται για να δημιουργήσουν ένα ωμό, πανέμορφο, βαρβαρικό τέκνο της φανταστικής λογοτεχνίας, βασισμένο σε μια από τις κλασσικές ιστορίες του Howard. Όταν ο Πίκτης βασιλιάς, μεταμφιεσμένος, βλέπει τον Ρωμαίο έπαρχο να σταυρώνει και να εκτελεί μπροστά του τον αγγελιοφόρο του, δεν διστάζει να επικαλεστεί την δύναμη των πρώτων, φρικωδών κατοίκων της γης του – τα πλάσματα που οι ίδιοι οι Πίκτες κυνήγησαν στα αρχαία χρόνια, όταν θεοί με μορφές ρευστές και φρικαλέες κατοικούσαν ακόμη στον κόσμο. Τα λόγια δεν αρκούν – πρέπει πραγματικά να το διαβάσετε για να καταλάβετε την αξία του.
Επί συνόλου, ο τόμος ήταν πολύ δυνατός και οι όποιες αδυναμίες του, εύκολα παραβλέπονται. Προτείνεται (ως συνήθως, για τους fan του είδους) ανεπιφύλακτα και υπομονή μέχρι το Μάιο για τη συνέχεια.