INTERVIEW CORNER #46: Chris Ware

Ελληνικά

Κάποιοι από εσάς (όσοι τουλάχιστον επισκεφθήκατε το φετινό Comicdom Con Athens) είχατε ήδη την ευκαιρία να γνωρίσετε τον καλεσμένο αυτής της εβδομάδας, τον Chris Ware, μιας και βρέθηκε στη χώρα μας το τριήμερο 8-11 Απριλίου και είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει το έργο του και να μιλήσει με τους Έλληνες θαυμαστές του.

Όσοι, λοιπόν, τον γνωρίσατε, έχετε πάρει μια γεύση όχι μόνο για το ταλέντο του (το οποίο είναι κάτι περισσότερο από εμφανές στο έργο του), αλλά και για τον χαρακτήρα του. Έναν χαρακτήρα που πραγματικά μοιάζει αναπόσπαστος από τη γενικότερη αίσθηση που σου αφήνουν τα comics του. Ο Chris Ware είναι ένας άνθρωπος ήσυχος και ταπεινός (μερικές φορές υπερβολικά ταπεινός), ο οποίος αρνείται να… πουλήσει τον εαυτό του και αφήνει το έργο του να μιλήσει για αυτόν.

Και τι έργο! Από το 1993, όταν και ξεκίνησε την πολυβραβευμένη του σειρά, ACME NOVELTY LIBRARY, o Ware μας έχει χαρίσει κάποιες από τις ομορφότερες ιστορίες, ντυμένες και παρουσιασμένες με έναν τρόπο ιδιαίτερο και επηρεασμένο όχι μόνο από άλλα comics και δημιουργούς, αλλά και από τάσεις εκτός του Μέσου. Ανάμεσα στις ιστορίες αυτές, ιδιαίτερης μνείας αξίζει το JIMMY CORRIGAN: THE SMARTEST KID ON EARTH, το οποίο επελέγη από τους London Times το 2010 ως ένα από τα 100 καλύτερα βιβλία της προηγούμενης δεκαετίας. Και αυτό αποτελεί μια μόνο από τις μεγάλες διακρίσεις του δημιουργού. Αν, όμως, ρωτήσεις τον ίδιο, στην καλύτερη περίπτωση θα σου απαντήσει ότι φτιάχνει κάποια μέτρια έως βαρετά comics…

Μια δήλωση με την οποία θα διαφωνήσουν πολλοί αναγνώστες, αλλά και άλλοι δημιουργοί. Ένας από αυτούς θα ήταν οπωσδήποτε ο Art Spiegelman (MAUS), ο οποίος εμπιστεύτηκε τον Chris Ware στην αρχή της καριέρας του και τον προσκάλεσε να συμμετέχει στο RAW, τη μηνιαία ανθολογία του. Την ίδια ένσταση, φυσικά, θα προβάλλουν και οι υπεύθυνοι των περιοδικών NEW YORK TIMES MAGAZINE και THE NEW YORKER, στα οποία ο Ware συμβάλλει συχνά.

Όπως μπορείτε, λοιπόν, να καταλάβετε, ο καλεσμένος αυτής της εβδομάδας είναι ένας πολυάσχολος δημιουργός. Για το λόγο αυτό, κι αφού απέτυχα να εξασφαλίσω μια συνέντευξη μαζί του από κοντά (εννοώ στο Comicdom Con Athens), του έστειλα μόλις πέντε ερωτήσεις, τις οποίες κατάφερε να απαντήσει κάπου ανάμεσα στο jet lag της επιστροφής του στις ΗΠΑ και τις υποχρεώσεις του που είχαν συσσωρευτεί όλες τις ημέρες της απουσίας του.

Σε συνδυασμό με όλα όσα είπε στην παρουσίαση του στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, αλλά και τις ερωτήσεις του κοινού που απάντησε (καθώς και τα δεκάδες JIMMY CORRIGAN και ACME NOVELTY LIBRARY που υπέγραψε αμέσως μετά) νομίζω ότι μπορείτε να πάρετε μια καλή γεύση για το ποιον ενός δημιουργού που επιβεβαιώνει συνεχώς την αξία του. Κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει.

Η μορφή των ιστοριών σου φαίνεται να έχει επηρεαστεί και από άλλες μορφές τέχνης. Πού στρέφεσαι για έμπνευση, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά στη μορφή του comic και το σχέδιο του; Επίσης, διαμορφώνεις από πριν το στήσιμο της σελίδας ή πρόκειται απλά για ένα μέρος του πώς εξελίσσεται η ιστορία;

Λοιπόν, ξέρω ότι θα ακουστεί δήθεν, αλλά πέρα από την αρχιτεκτονική του Σικάγο κατά την αλλαγή του αιώνα και την περιστασιακή αρχαϊκή παραδοξότητα, όπως π.χ. ένα γοητευτικό επιτραπέζιο παιχνίδι, μία σελίδα κυριακάτικης εφημερίδας του 1910 ή ένα κομμάτι παρτιτούρας, οι ιστορίες καθορίζουν από μόνες τους το πώς θα είναι η σελίδα, σχηματίζοντας οποιαδήποτε μορφή φαίνεται να αντιστοιχεί ανάλογα με την συναισθηματική εξέλιξη και την ανάπτυξη της “πλοκής” της εκάστοτε ιστορίας. Πριν από μία δεκαετία ή κάπου τόσο, μάλλον δούλευα με περισσότερη αυστηρότητα, χωρίζοντας τον JIMMY CORRIGAN είτε σε διμερείς ή τριμερείς σελίδες μάλλον προβλέψιμα, και παρέκκλινα από αυτή τη σύλληψη μόνο αν το απαιτούσε η ιστορία. Πλέον ακολουθώ μία περισσότερο οργανική προσέγγιση και σπάνια μπορώ να προβλέψω το πώς θα είναι οι σελίδες όταν ξεκινάω. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του τρόπου σκέψης πηγάζει από το έργο του Richard McGuire και τα strips του για το περιοδικό RAW της δεκαετίας του ’80, όπως π.χ. το HERE. Εκείνος πραγματικά έδειξε τον τρόπο με τον οποίο μία σελίδα μπορεί να επεκταθεί σε μία μέχρι πρότινος άγνωστη διάσταση z και κατά κάποιο τρόπο του χρωστάω τα επαγγελματικά μου φρονήματα.

Αν με ρωτάς τι είδους άγνωστους στο ευρύ κοινό cartoonists έχω ανακαλύψει τελευταία που πραγματικά με ενέπνευσαν και με εξέπληξαν, τότε μπορώ πολύ εύκολα να σου απαντήσω: Πέρσι, όταν ήμουνα στην Κοπεγχάγη, ο Δανός εκδότης μου, Steffen Maarup, με εισήγαγε στο έργο του Storm Petersen, του οποίου τα ολοσέλιδα comics για εφημερίδες από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 μάλλον αποτελούν μερικές από τις πιο περίεργες και καταπληκτικότερες συνθέσεις που έχω δει ποτέ σε αυτό το στιλ. Επίσης, μόλις σχεδίασα το εξώφυλλο για την πρώτη αγγλική μετάφραση του TANK TAKURO του Gajo Sakamoto για λογαριασμό της Presspop. Το έργο του θυμίζει ένα περίεργο μίγμα των Milt Gross και Suiho Tagawa.

Υπάρχει κατά την γνώμη σου κάποιο κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε όλους τους χαρακτήρες σου, από τον Quimby The Mouse και τον Jimmy Corrigan, έως τον Rusty Brown και τον Jordan Lint;

Χμμμ. Πέραν του ότι τους σχεδιάζω όλους εγώ, μάλλον όχι. Υποθέτω ότι όλοι τους είναι λίγο απογοητευμένοι με τις ζωές τους, έως κάποιο βαθμό, κι έχουν με κάποιο τρόπο απομονωθεί από το σύνολο, είτε λόγω φόβου, είτε λόγω ανάγκης να έχουν τον έλεγχο. Μάλλον δεν είμαι και ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει αυτό το ερώτημα, αφού δεν ξέρω πάντα τι πρόκειται να κάνουν οι χαρακτήρες μου (αν και σχεδόν πάντα καταλήγουν να με απογοητεύουν).

Ενίοτε εισαγάγεις στοιχεία στα comics σου από άλλα είδη, όπως από τους superheroes ή την επιστημονική φαντασία. Αν σκεφτείς ότι τα comics σου δεν έχουν στην πραγματικότητα σχέση με αυτά τα είδη, τότε ποια είναι η σημασία αυτών των στοιχείων;

Πιστεύω ότι τα comics είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένα με αυτά τα είδη, ειδικά στο μυαλό του γενικού αναγνώστη. Σίγουρα είναι συνδεδεμένα στο δικό μου μυαλό και στη δική μου εμπειρία. Μου φαίνεται απίστευτο το γεγονός ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι πλέον εξοικειωμένοι με αυτούς τους μάλλον παιδαριώδεις τρόπους αφήγησης ιστοριών, μιας και αυτοί αποτελούν το αντικείμενο των περισσότερων αποκαλούμενων mainstream ταινιών. Ωστόσο, ποτέ μου δεν θα μπορούσα να προβλέψω αυτή την κατάληξη, καθώς το δικό μου ενδιαφέρον για τους superheroes και την επιστημονική φαντασία στα προεφηβικά μου χρόνια δεν μου έφερε παρά μόνο θλίψη και πειράγματα. Μάλλον όλοι αυτοί οι ποδοσφαιριστές συμμαθητές μου στις μεγαλύτερες τάξεις που με βασάνιζαν στους διαδρόμους του σχολείου ήταν στα κρυφά οπαδοί των superheores ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πρόκειται για μία παράδοξη αντιστροφή, ειδικά αν σκεφτείς πως προσωπικά δεν ενδιαφέρομαι καθόλου γι’ αυτά τα είδη τώρα, εκτός ίσως από το σκεπτικό ότι μπορώ να τα χρησιμοποιήσω σα φακό, μέσω του οποίου μου δίνεται η δυνατότητα να εξετάσω τους χαρακτήρες μου (και τον ίδιο μου τον εαυτό, φυσικά). Αναρωτιέμαι, τα παιδιά που τρώνε ξύλο τώρα, τι διαβάζουν και τα δέρνουν; Φαντάζομαι, όμως, ότι αυτό σε 15 χρόνια θα θεωρείται mainstream, αν βέβαια όλοι μας ζούμε μέχρι τότε.

Έχεις κατά νου άλλα σχέδια για το άμεσο μέλλον;

Πέρα απ’ το να τελειώσω το “Rusty Brown” και το “Building Stories” (τα οποία θα κυκλοφορήσουν του χρόνου), όχι τίποτα σπουδαίο. Δουλεύω σ’ έναν κατάλογο ενός φίλου μου, του Tim Samuelson, για μία έκθεση σχετικά με τον αρχιτέκτονα από το Σικάγο ονόματι Louis Sullivan, ο οποίος θα κυκλοφορήσει μάλλον κατά το τέλος της χρονιάς. Χαίρομαι που τον φτιάχνω, όπως χάρηκα όταν έφτιαχνα την παρουσίαση, μιας και δεν χρειάζεται να ανησυχώ για το σενάριο, την συγγραφή ή το σχέδιο. Ο όλος σχεδιασμός είναι μία πολύ χαλαρωτική και εμπνευσμένη εμπειρία.

[Μετάφραση: Αλέξανδρος Τσαντίλας]

English

Some of you (at least those of you who attended this year’s Comicdom Con Athens) already had the chance to meet this week’s guest, Chris Ware, since he was in Greece for three days from the 8th ‘till the 11th of April and had the chance to present his work and talk to his Greek fans.

Therefore, those of you who got to meet him have already gotten a taste not just of his talent (which is more than visible in his work), but also of his character, a character that really seems almost inseparable from the overall feeling of his comics. Chris Ware is a quiet and humble man (sometimes waaaaay too humble) who refuses to… pitch himself and lets his work do the talking for him.

And what a work that is! Ever since 1993, when he started his many times awarded series ACME NOVELTY LIBRARY, Ware has gifted us with some of the most beautiful stories ever made, dressed and presented in a most unique manner, influenced not merely by other comics and creators, but also by trends within the Medium. Among those stories, one that deserves particular mention is JIMMY CORRIGAN: THE SMARTEST KID ON EARTH, which in 2010 was selected by the LONDON TIMES as one of best 100 books from the previous decade. This is merely one of the creator’s greatest distinctions. But, if you ask him personally, the best-case scenario is that he’ll tell you that he draws mediocre to boring comics…

Many readers are bound to disagree with that statement, not to mention many other creators as well. One of them would most surely be Art Spiegelman (MAUS), who trusted Chris Ware in the beginnings of his career and invited him to participate in RAW, his monthly anthology. The editors of the NEW YORK TIMES MAGAZINE and THE NEW YORKER, in which Ware is a regular contributor, would most certainly object in the same manner.

So, as you can see, this week’s guest is a very busy creator. For that reason, and having failed to book an interview up close and personal (in Comicdom Com Athens, that is), I’ve mailed him just five questions which he managed to answer somewhere between his jet lag from his return trip back to the States, and the obligations accumulated during his absence.

If you combine all that he said in his speech in the Hellenic-American Union, as well as the public questions he answered (not to mention the dozens JIMMY CORRIGAN and ACME NOVELTY LIBRARY books he signed immediately afterwards), I think you can get a pretty good taste of a creator’s inner being who constantly justifies the reasons why he’s so valued. Even if that’s the last thing he wants to do.

The format of your stories seems to be influenced also from other forms of art. Where do you look for inspiration, as far as the comic’s format and layout is concerned? Also, do you configure the page layout in advance or is it just a part of the progress of the story?

Well, this is going to sound pretentious, but aside from turn-of-the-century Chicago architecture and the occasional antique oddity such as an attractive gameboard, 1910s Sunday page or piece of sheet music, the stories determine the look of the pages themselves, forming whatever shape occurs as such emotional and “plot” developments suggest it. A decade or so ago, I guess I worked a little more rigidly, dividing JIMMY CORRIGAN into either two- or three-tiered pages fairly predictably, and only deviating from that conceit as the story necessitated. Now I take a little more of an organic approach, and I rarely can predict what the pages will look like when I start. Much of this thinking derives from the work of Richard McGuire, with his late 1980s strips for RAW magazine, such as HERE. He really demonstrated how the page could expand into a previously unseen z dimension, and I sort of owe him my professional animus.

If you’re asking me what sort of obscure cartoonists I’ve found lately who’ve really inspired and surprised me, that’s easy: last year while in Copenhagen, my Danish publisher Steffen Maarup introduced me to the work of Storm Petersen, whose full-page newspaper comics from the 1920s and 1930s have got to be some of the strangest and most amazing compositions I’ve ever seen in the form. As well, I just designed the cover for the first English translation of the work of Gajo Sakamoto, TANK TAKURO, for Presspop — his work is like a strange cross of Milt Gross and Suiho Tagawa.

Is there, in your opinion, a common characteristic between all your characters, from Quimby The Mouse and Jimmy Corrigan to Rusty Brown and Jordan Lint?

Hmm. I guess aside from my drawing them, not really. I suppose they’re all a little dissatisfied with their lives to one degree or another, and have isolated themselves somehow, whether out of fear or a need to control. I’m probably not the best person in the world to answer this as I don’t always know what my characters are going to do (though they almost always disappoint me).

You sometimes incorporate elements from other genres, like superhero or sci-fi in your comics. Considering that your comics don’t really have any links to these genres, what is the importance of those elements?

I think that comics are very much linked to these genres, especially in the general reader’s mind; they’re definitely linked in my own mind and experience. It’s amazing to me that most Americans are familiar with these rather puerile modes of storytelling now, being the subject matter of most so-called mainstream movies. I never would’ve predicted this outcome, however, as my interest in superheroes and science fiction as a pre-adolescent brought me nothing but grief and name-calling — I guess all those football playing upperclassmen who used to torment me in the school hallways were all secret superhero fans, or something. It’s a strange inversion, especially as I have no interest in the genres now, except as a lens through which to view my characters (and myself, of course.) I wonder what kids are getting beat up for reading now; I guess it’ll be the mainstream culture in about 15 years, if we all last that long.

Do you have in mind any other projects for the immediate future?

Other than finishing “Rusty Brown” and “Building Stories” (which will be published next year) no, not really. I’m working on a catalog with a friend of mine, Tim Samuelson, for an exhibition about the Chicago architect Louis Sullivan, which should be out around the end of the year, however. I’m enjoying putting it together, just as I did the show, as I don’t have to worry about storytelling or writing or drawing; designing it is very relaxing and inspiring.

[Translated by Alexandros Tsantilas]