DARK HORSE PRESENTS #1

Writers: Various
Artists: Various
Editor: Mike Richardson
Dark Horse Comics

Το ξέρω ότι έχω καταντήσει κουραστικός με την επιμονή μου να αναφέρομαι συχνά-πυκνά σε κάποιες νέες κυκλοφορίες, λέγοντας πως το γεγονός και μόνο της ύπαρξης τους είναι απείρως πιο σημαντικό από την -όποια- ποιότητα κρύβεται μέσα στις σελίδες τους.

(Μεταξύ μας, μακάρι να ήταν αυτός ο μόνος λόγος που έχω καταντήσει κουραστικός. But I digress…)

Το συγκεκριμένο comic εμπίπτει απόλυτα σε αυτή την κατηγορία κυκλοφοριών. Δεν μιλάμε για την αναβίωση μιας οποιασδήποτε ανθολογίας, αλλά για το πρώτο τεύχος του νέου -έντυπου- volume του DARK HORSE PRESENTS! Της, ενδεχομένως, πιο ιστορικής και πιο σημαντικής ανθολογίας στην ιστορία των comics. Του comic που, επί σειρά ετών, αποτέλεσε τη ναυαρχίδα του στόλου της, αρχικά ανερχόμενης και μετέπειτα καταξιωμένης, Dark Horse, μιας εταιρίας που, παρά τις περιστασιακές (well, OK, ας πούμε καλύτερα “συχνές”) αβλεψίες και παρασπονδίες της, θεωρείται, όχι άδικα, ως η σημαντικότερη εκδοτική που εμφανίστηκε στην αμερικανική αγορά, από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα.

Το πρώτο volume της ανθολογίας παρέμεινε στα stands από το 1986 έως το 2000, παραδίδοντας στο κοινό συνολικά 167 τεύχη, φιλοξενώντας ορισμένους από τους σημαντικότερους δημιουργούς των δύο προηγούμενων δεκαετιών, μεταξύ των οποίων οι Paul Chadwick, Frank Miller, John Byrne, Mike Mignola, Matt Wagner, Moebius, Leopoldo Duranona, Tim Truman, Gray Morrow, Eddie Campbell και P. Craig Russell. Το τέλος της σήμανε, για πολλούς, το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για αυτό που ονομάζαμε independent ή ground level comics και λύπησε τους περισσότερους από τους εν ενεργεία αναγνώστες των late 90s, παρ’ όλο που ήταν κοινή παραδοχή πως το επίπεδο είχε πέσει σημαντικά, τα τελευταία χρόνια της ζωής του τίτλου.

Ωραία, λοιπόν… Επιβεβαιώσαμε πως η αναβίωση του DARK HORSE PRESENTS είναι από μόνη της ένα σημαντικό γεγονός, άξιο λόγου και περαιτέρω ανάλυσης και ενδεχομένως, αφορμή για γιορτή και πανηγυρισμούς. Το ζητούμενο σε ένα review, όμως, δεν πρέπει -θεωρητικά- να είναι το γεγονός της κυκλοφορίας ενός comic, αλλά το ποιοτικό αποτέλεσμα. Και εδώ τα χαλάμε…

Δυστυχώς, το πρώτο τεύχος του ανανεωμένου DHP είναι, επιεικώς, απογοητευτικό. Αν αναρωτιέστε γιατί, διαβάστε παρακάτω…

Θα μπορούσα απλά να πω ότι το καλύτερο πράγμα στις 80 σελίδες του DHP #1 είναι τα δύο μονοσέλιδα comics του Patrick Alexander, στο τέλος της ανθολογίας, και να τελειώσω το review εδώ! Όταν έχουμε ένα comic με φρέσκες δουλειές από Frank Miller, Paul Chadwick, Howard Chaykin, Michael T. Gilbert και Richard Corben, καθώς και μια τρισέλιδη ιστορία πρόζας του τεράστιου Harlan Ellison, και αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι τα ευφυέστατα, αλλά -let’s face it- απλοϊκά one-pagers ενός παγκοσμίως άγνωστου alternative δημιουργού, ε, κάτι δεν πάει καλά.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…

Το comic ξεκινά με μια 8σέλιδη ιστορία Concrete, από τον μεγάλο Paul Chadwick, και θεωρητικά δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε καλύτερη αρχή. Όσοι ξέρουν έστω και λίγο τα γούστα μου, θα γνωρίζουν πως κυριολεκτικά προσκυνάω τον Chadwick, πίνω νερό στο όνομα του, φιλάω το χώμα που πατάει και πολλά άλλα κλισέ που δηλώνουν ανυπολόγιστη εκτίμηση και θαυμασμό, αλλά… Η συγκεκριμένη ιστορία δεν λειτουργεί! Το plot είναι αργό, το twist στο φινάλε είναι προβλέψιμο, το artwork μοιάζει να έχει τυπωθεί σε μεγέθυνση, το χρώμα δεν ταιριάζει στον κόσμο του Concrete και το γενικότερο feeling που βγάζει η ιστορία είναι κάπως off, σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει από τον Chadwick. Προς θεού, δεν είναι κακό comic, απλά όταν διαβάζεις νέο Concrete από τον Paul Chadwick, οι απαιτήσεις σου έχουν φτάσει έως την κορυφή του Έβερεστ, οπότε είναι δύσκολο να βολευτείς με το Empire State Building.

Στη συνέχεια, έχουμε τη συνολικά χειρότερη ιστορία του τεύχους. το πρώτο μέρος του “Marked Man”, από τον κάποτε αξιόπιστο Howard Chaykin. Όλες οι εμμονές του Chaykin κάνουν πάλι την εμφάνιση τους: Suburban life και η σαπίλα που κρύβεται από πίσω, γυναίκες ντυμένες με σέξι εσώρουχα, κακοί με ναζοειδείς στολές, σεξ, βία, υπονοούμενα, εξυπνάδες… The works! Και όλα αυτά, χωρίς καν να υπάρχει ένα ενδιαφέρον plot, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό intrigue στους χαρακτήρες, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, και χωρίς ιδιαίτερα καλό σχέδιο. Κρίμα, γιατί κάποτε ο Chaykin ήταν -σχεδόν- αλάνθαστος.

Αυτός που σίγουρα δεν είναι αλάνθαστος, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, είναι ο Neal Adams, δημιουργός της τρίτης ιστορίας του τεύχους, που αποτελεί πρώτο μέρος του νέου του graphic novel (yikes!), με τίτλο “Blood”. Όσοι διαβάζουν το limited series BATMAN: THE ODYSSEY, θα έχουν προφανώς συνειδητοποιήσει πως τα σενάρια που γράφει ο αξιαγάπητος Neal είναι, more or less, για τρελούς! Ασύνδετες σκηνές, αδικαιολόγητα δαιδαλώδη plots, φωσκολικοί διάλογοι (είμαστε άραγε κοντά στο χρονικό σημείο που η λέξη “φωσκολικός” δεν θα έχει ιδιαίτερο νόημα για το μέσο αναγνώστη/τηλεθεατή; I’m feeling kinda old lately…), ασυνεπείς χαρακτήρες (όχι ασυνεπείς σε σχέση με την ιστορία τους – εννοώ σχιζοειδείς τύποι, που αντιδρούν εντελώς διαφορετικά από σελίδα σε σελίδα, ή από panel σε panel!!!), και πολλά άλλα που δεν τιμούν την ιστορία και το όνομα του σπουδαίου αυτού δημιουργού. Στο “Blood Part 1” έχουμε όλα αυτά, μαζί με πολύ αίμα, το οποίο μπορεί στον τίτλο να αντιστοιχεί στο όνομα του πρωταγωνιστή, αλλά στο ίδιο το comic ταιριάζει γάντι στο κόκκινο υγρό που στάζει από 758 διαφορετικά σημεία του προσώπου ενός κακομοίρη που τον “ανακρίνουν” οι “κακοί” της ιστορίας. Το σχέδιο είναι αρκετά καλό, αλλά πάσχει από αυτή τη μουτζουροσύνη και το υπέρμετρο “busy-ness” που έχουν οι δουλειές του Adams τα τελευταία χρόνια. Επίσης, θα μπορούσε κάποιος να του πει ότι δεν είναι καθόλου καλός colorist. Το μόνο καλό που έχει το “Blood” σε σχέση με το ODYSSEY, είναι πως τουλάχιστον αυτό δεν κατακρεουργεί γνωστούς χαρακτήρες. Κάποιοι θα το χαρακτήριζαν πρόοδο, εγώ το λέω απλά shallow victory.

Αμέσως μετά έχουμε το πρώτο μέρος από το “Finder: Third World”, το νέο κεφάλαιο στο sci-fi έπος της Carla Speed McNeil, που πρόσφατα έχει αποκτήσει νέο buzz, λόγω του ογκόδους reprint της original σειράς, αλλά και της κυκλοφορίας του ολοκαίνουργιου graphic novel, FINDER: VOICE. Προσωπικά, δεν υπήρξα ποτέ φαν της McNeil και του magnum opus της. Είχα διαβάσει παλιά κάποια σκόρπια τεύχη από την ongoing σειρά και δεν μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ενώ δοκίμασα να διαβάσω το πρόσφατο omnibus, και δεν κατόρθωσα να το ολοκληρώσω (βασικά, κόντεψα να πεθάνω από πλήξη). Τα ίδια ένιωσα και με το part one του “Third World”. Meh. Πάρα πολύ ωραίο artwork, πάντως. Ενδεχομένως, η πιο καλοσχεδιασμένη ιστορία του τεύχους. (Αν κάποιος μου έλεγε πριν από 10-15 χρόνια πως σε comic που υπάρχουν ιστορίες του Neal Adams, του Paul Chadwick και του Frank Miller, θα έβρισκα “πιο καλοσχεδιασμένη” την ιστορία της Carla Speed McNeil, θα τον πέρναγα για τρελό. Αν επέμενε πολύ, μάλλον θα του έσπαγα το κρανίο και τα παΐδια με τις φθαρμένες, αλλά απολύτως λειτουργικές, Dr. Martens μου…)

Φεύγουμε από την φίλη μας την Carla και περνάμε στον Michael T. Gilbert και τον cult ήρωα του, Mr. Monster. Η αίσθηση που μου άφησε η ιστορία “Mr. Monster Vs. Oodak” είναι παρόμοια με αυτή που έχω κάθε φορά που διαβάζω καινούργια δουλειά του Gilbert τα τελευταία χρόνια: καλοφτιαγμένο είναι, ψιλοπλάκα έχει, αλλά το πολύ το κύριε ελέησον, το βαριέται και ο παπάς! (Άραγε είναι ένας συγκεκριμένος παπάς, ή πρόκειται για τον “παπά” ως concept; Μερικές φορές έχω τις πιο ηλίθιες απορίες…) Anyway, όλο αυτό το ψευτο-ρετρό, λίγο από παρωδία και λίγο από φόρος τιμής στα comics των δεκαετιών του ’40 και του ’50, ήταν απολύτως διασκεδαστικό και αρκετά ενδιαφέρον από το 1984 έως το 1990something, αλλά πλέον κουράζει. Πολύ.

Και φτάνουμε στο “αποκορύφωμα” του τεύχους. Που είναι, μάλιστα, και διπλό! Αρχικά έχουμε μια σύντομη (μεταξύ μας, θα την προτιμούσα συντομότερη) συνέντευξη του Frank Miller στον Mike Richardson και στη συνέχεια ακολουθεί ένα τετρασέλιδο preview από το XERXES (prequel του 300, για όσους μπορεί να ζούσαν σε σπηλιά τα τελευταία χρόνια), το νέο αριστούργημα του ανθρώπου που δεν έχει βγάλει comic της προκοπής εδώ και σχεδόν 20 χρόνια. Η συνέντευξη είναι ό,τι πλησιέστερο έχω διαβάσει σε παραλήρημα ξεμωραμένου εδώ και πολύ καιρό (η άκρως γλυφτική και σχεδόν δουλική στάση του Richardson κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα), ενώ το preview μοιάζει να έχει σχεδιαστεί από δεκαπεντάχρονο με κινησιακά προβλήματα! Μιλάμε για πίκρα, όχι αστεία!

Ακολουθεί μια τρισέλιδη ιστορία πρόζας του Harlan Ellison, που χωρίς να είναι κακή, την ξεχνάς περίπου 5 λεπτά αφότου τη διαβάσεις. Δικαιολογούμε τον Ellison επειδή είναι 954 ετών, αλλά και επειδή έχει γράψει πολλά σπουδαία πράγματα όταν δεν ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, και προσπερνάμε χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Richard Corben, αμέσως μετά, με το πρώτο μέρος από τη νέα του δουλειά, “Murky World”, που όπως κάθε comic του Corben, είναι αρκούντως εντυπωσιακό οπτικά, αλλά μοιάζει να χρειάζεται έναν επαγγελματία συγγραφέα και δυο-τρεις editors για να το ρετουσάρουν. Σωματαράδες, νεκροζώντανοι, γυναίκες με πελώρια βυζιά και character design που δοκιμάζει τις αντοχές του political correctness. Let’s face it, ο Corben δεν διαβάζεται με τίποτα, αλλά το artwork του έχει ένα σχετικό ενδιαφέρον. Προσωπικά, βέβαια, το προτιμώ σε έγχρωμο.

Προχωράμε με μια ιστορία STAR WARS από τους Randy Stradley και Paul Gulacy, την οποία, να πω την αμαρτία μου, δεν τη διάβασα καν, γιατί το ενδιαφέρον μου για οτιδήποτε έχει σχέση με το Star Wars είναι περίπου ανάλογο με αυτό που έχω για τα τηλεπαιχνίδια που παρουσιάζει ο Γρηγόρης Αρναούτογλου. Μπορώ, εν μέρει, να κατανοήσω γιατί αρέσει σε κάποιους, αλλά όσο είναι στο χέρι μου, επιλέγω να μην το υποστώ. Με ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα, πάντως, πρέπει να ομολογήσω πως το artwork του Gulacy είναι αρκετά καλό (ως συνήθως).

Λίγο πριν το φινάλε, υπάρχει το πρώτο μέρος από το “Snow Angel” του David Chelsea, ενός alternative δημιουργού που έχει κάνει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα στο παρελθόν, αλλά ποτέ δεν έχει κάνει το μεγάλο “μπαμ”. Αν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα πως ούτε εδώ πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς η συγκεκριμένη ιστορία, αν και “ιντριγκαδόρικη” (ένα κοριτσάκι κάνει snow angels ξαπλώνοντας στο χιόνι και μεταμορφώνεται σε πραγματικό άγγελο-υπερήρωα, που βοηθάει όσους το έχουν ανάγκη), δύσκολα θα κατορθώσει να επιδείξει τέτοιο βάθος που να την κάνει “σημαντική”. Όμορφο artwork, όμως, δίχως αμφιβολία.

Και φτάνουμε στο τέλος του τεύχους, με τις δύο μονοσέλιδες ιστορίες του Patrick Alexander, που ουσιαστικά είναι one-off jokes, τα οποία, όμως, λειτουργούν πολύ καλά και βγάζουν αρκετό γέλιο, χωρίς απαραίτητα να σε κάνουν να σκέφτεσαι ιδιαίτερα, ή να χρειάζεται να τα διαβάσεις σε “δεύτερο επίπεδο”. Δεν θα πω τίποτα σχετικά με την “υπόθεση” των ιστοριών, γιατί πολύ απλά θα χαλάσω τα αστεία και δεν λέει. (Πόσο κακός θα έπρεπε να ήμουν για να καταστρέψω με αχρείαστα spoilers, τις κορυφαίες στιγμές που μπορεί να συναντήσει κανείς μέσα σε ένα τεύχος 80 σελίδων;)

Για να κλείσουμε αυτό το ατελείωτο review (“Πω-πω, πολυλογία! Φαντάσου να του άρεσε κιόλας!”), έχω να πω το εξής: Δεν θα αλλάξω την άποψη μου πως κάποιες φορές η κυκλοφορία ενός comic είναι πολύ πιο σημαντική από την ίδια την καλλιτεχνική του αξία. Αλλά…

Διαβάζοντας το DARK HORSE PRESENTS #1, πρέπει να ομολογήσω πως μερικές φορές η καλλιτεχνική αξία ενός comic είναι τόσο χαμηλή (ή ενδεχομένως, χαμηλότερη απ’ όσο όφειλε/περιμέναμε), που δυσκολεύεσαι να χαρείς για το γεγονός ότι “απλά υπάρχει”.

Σε έναν ιδανικό κόσμο, το DARK HORSE PRESENTS #1 θα ήταν ένα μαγικό comic, το οποίο θα ήθελες να διαβάζεις ξανά και ξανά, θα το δάνειζες σε φίλους και γνωστούς και θα το μνημόνευες για χρόνια. Σε έναν απλά όμορφο κόσμο, το DARK HORSE PRESENTS #1 θα ήταν ένα καλοφτιαγμένο comic, που θα το διάβαζες με ευχαρίστηση και θα περίμενες με σχετική προσμονή το δεύτερο τεύχος. Σε έναν επιεικώς επαρκή κόσμο, το DARK HORSE PRESENTS #1 θα ήταν ένα συμπαθητικό comic, που τουλάχιστον δεν θα έκλαιγες τα λεφτά που πλήρωσες για να το αγοράσεις και τα 20-25 λεπτά που έφαγε από το χρόνο σου.

Δυστυχώς, στο δικό μας κόσμο (που δεν είναι ούτε ιδανικός, ούτε όμορφος, ούτε καν επαρκής), το DARK HORSE PRESENTS είναι αυτό που είναι. Λίγο καλύτερο από σκουπίδι…