INTERVIEW CORNER #85: Mike Carey
Ελληνικά
Ένα από τα αγαπημένα μου μαθήματα ζωής είναι το “ποτέ δεν είναι αργά”. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, απλά μου αφήνει μια γεύση αισιόδοξη (για να μην αναφέρω την εκπληκτική συμβατότητα που έχει με την αναβλητικότητά μου) και με κάνει να ελπίζω ότι οι ευκαιρίες που έχασε κάποιος αποτέλεσαν μόνο ένα κομμάτι αυτών που έρχονται. Ίσως, λοιπόν, την επόμενη φορά αυτός ο κάποιος να αρπάξει κάποια. Δε χρειάζεται, επιπλέον, να βιαστεί να πετύχει όλα όσα θέλει και, στο κάτω-κάτω, ποτέ δεν είναι αργά να κάνει μια νέα αρχή ή να… επισκεφθεί ένα convention που έχασε τα τελευταία δύο χρόνια.
Και ο καλεσμένος αυτής της εβδομάδας, ο Mike Carey, αποδεικνύει τα παραπάνω. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, θα θυμάστε ότι ο Βρετανός writer ήταν καλεσμένος του Comicdom Con Athens 2010, ωστόσο, το διαβόητο πια ηφαίστειο της Ισλανδίας μας στέρησε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε από κοντά. Και ένα χρόνο μετά, το πρόγραμμά του δεν του επέτρεπε να βρεθεί κοντά μας. Έφτασε, όμως, το σωτήριο έτος 2012 και ο Mike Carey (φυσικών καταστροφών επιτρεπόντων – φτου, φτου, φτου!) θα βρεθεί επιτέλους σε μερικές ημέρες στην Αθήνα και στο Comicdom Con Athens 2012!
Το πρώτο σκέλος αφορά στην καριέρα του. Ο Carey ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δάσκαλος και δεν ασχολήθηκε με τη συγγραφή comics, παρά μόνο 15 χρόνια αργότερα! Και, φυσικά, όπως αποδεικνύεται πανηγυρικά σήμερα, δεν ήταν καθόλου αργά. Ήταν, αντίθετα, μόλις η αρχή για μια λαμπρή καριέρα στα comics και για ένα βιογραφικό που έχει βαρύνει σημαντικά από τις απανωτές επιτυχίες, σε εμπορικό και αναγνωστικό επίπεδο.
Μετά από ένα πέρασμά του στη 2000ΑD, o Carey ανέλαβε τον τίτλο που τον έκανε αναγνωρίσιμο στο μεγαλύτερο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού. Το LUCIFER, με τον ομώνυμο πρωταγωνιστή να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες του THE SANDMAN, διήρκεσε 75 τεύχη, όλα γραμμένα από τον Carey. Ταυτόχρονα, ο Βρετανός ανέλαβε κι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον run στο HELLBLAZER, ενώ εντυπωσίασε και με άλλες δουλειές του στη Vertigo, όπως τα FAKER, GOD SAVE THE QUEEN και CROSSING MIDNIGHT.
Κάπου εκεί, ανέλαβε και το X-MEN και την εξέλιξη του τίτλου που σήμερα γνωρίζουμε ως LEGACY, αφήνοντας την προσωπική του σφραγίδα και φέρνοντας αλλαγές στον τίτλο, αλλαγές που άλλοτε χαιρετίστηκαν και άλλοτε δίχασαν. Η πλέον αμφιλεγόμενη από αυτές ήταν η “προαγωγή” της Rogue και η αναζωπύρωση της σχέσης της με τον Magneto. Το επιτυχημένο run του Carey στο Χ-ΜΕΝ LEGACY ολοκληρώθηκε πρόσφατα και ο Βρετανός πλέει πια σε άλλα νερά.
Στα πιο γνώριμα εξ’ αυτών επιπλέει ένας ακόμη πρωτότυπος τίτλος, το THE UNWRITTEN, το οποίο ακολουθεί τη ζωή ενός νεαρού, πάνω στον οποίο ο συγγραφέας πατέρας του βάσισε τον ήρωα της μεγαλύτερης επιτυχίας του. Το UNWRITTEN, όμως, δεν είναι η μοναδική ενασχόληση του Carey. Ο Βρετανός writer ισορροπεί ανάμεσα σε βιβλία πρόζας (έχει ήδη γράψει, μεταξύ άλλων, μια σειρά βιβλίων με πρωταγωνιστή έναν εξορκιστή που βοηθά την αστυνομία σε άλυτες υποθέσεις), σενάρια για ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές και συνεργασίες με τη γυναίκα και την κόρη του!
Και, φυσικά, την προετοιμασία του για την επίσκεψη στο Comicdom Con Athens 2012, σε μερικές ημέρες από σήμερα. Μάθετε, λοιπόν, όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τον καλεσμένο αυτής της εβδομάδας, Mike Carey, στη συνέντευξη που ακολουθεί. Και τα υπόλοιπα; Την επόμενη Παρασκευή, στις 30 Μαρτίου, όταν θα έχετε την ευκαιρία να τον γνωρίσετε από κοντά!
Έχεις περιγράψει το LUCIFER ως αυτοβιογραφικό βιβλίο. Με ποια έννοια το λες αυτό;
Εννοώ ότι τα δικά μου βιώματα εισχώρησαν σε αυτό με απροσδόκητο και αποδοτικό τρόπο. Δεν έγινε όπως με τα βιβλία του Castor, όπου σε γενικές γραμμές έχω δώσει τον πρωταγωνιστή πολύ μεγάλα κομμάτια από την δική μου παιδική ηλικία. Έγινε με πιο “υπόγειο” τρόπο. Το LUCIFER ήταν μια αυτοβιογραφία του μυαλού μου, ήταν σχετικό με όλα όσα σκεφτόμουν όταν έφυγα από το σπίτι μου και προσπάθησα να φτιάξω τη ζωή μου. Υπό αυτή την έννοια, ο Lucifer είναι ο Καθένας, αυτός που προσπαθεί να αποτινάξει την επιρροή του πατέρα του και να ορίσει τον εαυτό του ως αυτόνομο ον. Είναι κάτι που όλοι μας πρέπει να το περάσουμε – και, φυσικά, όπως κι ο Lucifer, όλοι μας πρέπει να αποτύχουμε σε αυτό.
Αν αναλογιστείς την ίδια τη φύση του LUCIFER, υπήρχαν κάποια σημεία στην ιστορία όπου έπρεπε να δώσεις επιπλέον προσοχή ώστε να μην λειτουργείς κατηχητικά απέναντι στους αναγνώστες;
Βασικά, με βοήθησε το γεγονός ότι με το που ήρθε η δυνατότητα να γράψω το LUCIFER ήμουν ήδη άθεος και με τη βούλα. Ήξερα ήδη ότι δεν είχα να διαλέξω μεριά σε όλη αυτή τη διαμάχη. Χρησιμοποίησα τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις μίας ιουδαιοχριστιανικής εσχατολογίας για να εξερευνήσω ζητήματα προκαθορισμένης μοίρας και ελεύθερης βούλησης που, στην πραγματικότητα, είναι σε μεγάλο βαθμό καθολικότερα από την εσχατολογία αυτή. Άρα, αν εμφάνισα καθοδηγητικές τάσεις, τότε δεν προέρχονταν από τους συνήθεις και αναμενόμενους υπόπτους.
a href=”http://www.comicdom.gr/wp-content/uploads/2012/03/hellblazer.jpg”>Όταν έγραφες το HELLBLAZER, ποια ήταν τα στοιχεία του χαρακτήρα του Constantine στα οποία ένιωσες ότι έπρεπε να επικεντρωθείς;
Πάντα μου άρεσε ο Constantine ως “γελαστός μάγος”, αναρχικός, ανευλαβής, και άνθρωπος που τζογάρει ό,τι έχει και δεν έχει με κάθε ριξιά του ζαριού. Ήθελα, επίσης, να εξερευνήσω την ανηλεότητα αλλά και τις τύψεις του, δύο αντίπαλες πλευρές του χαρακτήρα του που υπήρχαν από την αρχική του σύλληψη. Κυρίως όμως, ήθελα και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο σε ό,τι αφορά στις μαγικές ικανότητες του Constantine. Ήθελα αυτές να αποτελούν μεγάλο στοιχείο του μείγματος, αλλά είναι φανερό ότι ο John δεν κερδίζει χρησιμοποιώντας μαγεία. Κερδίζει μπλοφάροντας, παίρνοντας απεγνωσμένα ρίσκα και επιδεικνύοντας καθαρή και μοχθηρή εξυπνάδα. Α, και κάθε νίκη του δεν είναι παρά Πύρρεια: κάθε φορά που κερδίζει, χάνει περισσότερο.
Η απόφαση να περάσει η Rogue στο προσκήνιο του X-MEN LEGACY ήταν δική σου; Ποιοι ήταν οι λόγοι;
Ναι, ήταν δική μου απόφαση. Υπήρχε μια αίσθηση αναπόφευκτου σε αυτήν. Απλά μου άρεσε πολύ να γράφω για τον χαρακτήρα της. Από τη στιγμή που την επέλεξα ως αρχηγό της ομάδας, όταν ανέλαβα το – τότε άνευ προσδιοριστικού – X-MEN, απλά κάτι μου έκανε κλικ και ακολούθησα το ένστικτο μου. Κάποια από τα πράγματα που έκανα με τον χαρακτήρα – το πιο αξιοσημείωτο από αυτά ήταν ότι την έβαλα να επιστρέψει στην σχέση της με τον Magneto – ήταν μεν αμφιλεγόμενα, αλλά είχα στο μυαλό μου μια εκδοχή της Rogue, μια ερμηνεία του χαρακτήρα της, η οποία θεωρώ ότι ήταν συνεπής καθ’ όλη τη διάρκεια του συγγραφικού μου περάσματος. Δε μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς ποια στοιχεία του χαρακτήρα της μου άρεσαν περισσότερο. Καμιά φορά καταλαβαίνεις την προέλευση του χαρακτήρα, κατακτάς τη φωνή και την οπτική του γωνία, κι απλά συνεχίζεις από εκεί. Ήταν μία τέτοια περίπτωση. Πού και πού λέω ότι μου άρεσαν τα παράδοξα της – ένα πάθος που είναι συνέχεια καταπιεσμένο, το εγκληματικό παρελθόν και η απόλυτη προσωπική της ακεραιότητα – και αυτό είναι σίγουρα ένα κομμάτι της απόφασης. Όμως, αν αγαπάς έναν χαρακτήρα, το μόνο που μπορείς εν τέλει να κάνεις είναι να εκλογικεύσεις την αγάπη αυτή και όχι να την εξηγήσεις.
Όπως και κάθε X-title, το X-MEN LEGACY είχε περιστασιακά κάποια storylines που συνδέονταν με το UNCANNY X-MEN και άλλους τίτλους. Υπήρξαν δυσκολίες στο να συνεργαστείς με τους άλλους συγγραφείς και με το να έχεις όλη την ώρα πίεση λόγω ζητημάτων continuity;
Κάποιες φορές ήταν δύσκολο, άλλες όχι. Οι editors με τους οποίους συνεργάστηκα – οι Mike Marts, Nick Lowe, Daniel Ketchum – ήταν στ’ αλήθεια πάρα μα πάρα πολύ καλοί στο να πετυχαίνουν την συμμετοχή όλων των συντελεστών στην λήψη αποφάσεων, αλλά και στο να τους έχουν όλους ενήμερους, όσον αφορά στις εξελίξεις. Δεν υπήρξε ποτέ η αίσθηση ότι σου συμπεριφέρονται λες και είσαι μαϊμού που της έχουν δώσει μια γραφομηχανή.
Βέβαια, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν στιγμές που οι ιστορίες σου έρχονται σε σύγκρουση με ιστορίες άλλων, με τρόπο που τον μετανιώνεις. Είχα στήσει μία φοβερή ιστορία, στην οποία έφερνα την Cassandra Nova πίσω στις ζωές των X-Μen, αλλά έπεσε πάνω στην περίοδο όπου ο Joss Whedon έγραφε το “Torn” και η δική μου ιστορία δεν συνδεόταν με τη δική του. Άρα, αναγκάστηκα να μετατοπίσω κάποια πράγματα και να δημιουργήσω ένα νέο mummudrai, πράγμα που στέρησε από το “Condition Critical” ένα ποσοστό της δύναμης του. Είναι απλά κάτι που συμβαίνει, δε φταίει κανένας και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο παρά να συμβιβαστείς με αυτό. Τα μεγάλα crossovers, τα MESSIAH COMPLEX και SECOND COMIΝG, ήταν πολύ διασκεδαστικά κατά τη δημιουργία τους, όπως και το NECROSHA. Απλά διασκεδάζαμε που είχαμε ένα μεγάλο καμβά και τη δυνατότητα με πούμε μια μεγάλη ιστορία χωρίς περικοπές.
Ωστόσο, το αγαπημένο μου crossover ήταν το AGE OF X, όπου γενικά είχα τον πλήρη έλεγχο, με την ικανή αρωγή του Si Spurrier. Ο Daniel Ketchum έκανε την επιμέλεια και αποδείχθηκε εξαιρετικός. Λάτρεψα αυτή την ιστορία, λάτρεψα το να δουλεύω πάνω σε αυτή, όπως λάτρεψα και το τελικό της αποτέλεσμα.
Πώς εμπνεύστηκες για την ιστορία του FAKER; Υπήρξαν επιρροές από κάτι συγκεκριμένο;
Ναι, επηρεάστηκα από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Breat Easton Ellis με τίτλο THE RULES OF ATTRACTION. Ήταν μία σκοτεινή, ψυχρή και μακάβρια ιστορία, δοσμένη με έναν τελείως ψυχαναγκαστικό τρόπο, πράγμα που με άφησε να αναρωτιέμαι αν μπορώ κι εγώ να φτιάξω κάτι που θα φτάνει στο ίδιο επίπεδο.
Μπορώ να επαναλάβω την ερώτηση, αυτή τη φορά για το THE UNWRITTEN;
Το THE UNWRITTEN είχε μία μακρά και περίπλοκη διαδικασία γέννησης. Ο Peter [Gross] κι εγώ συζητάγαμε για δύο διαφορετικές ιδέες, οι οποίες δεν φαίνονταν να έχουν και αρκετά κοινά στοιχεία. Η μία ιδέα αφορούσε μία ιστορία για μία μαγική τρομπέτα που άλλαζε την πραγματικότητα, σαν την τρομπέτα που αναγγέλλει την αρχή μιας νέας Yuga στην ινδουιστική κοσμολογία. Η άλλη ιδέα ήταν μία ιστορία σχετικά με ένα κορίτσι που γινόταν η έμπνευση για έναν φανταστικό χαρακτήρα, την οποία θα ακολουθούσαμε τόσο στην πραγματική όσο και στην φανταστική ζωή της. Αυτός που πρότεινε να ενώσουμε τις δύο ιδέες αυτές ήταν ο Pornsak Pichetshote της DC/Vertigo. Στη συνέχεια, το μαγικό συστατικό που έδωσε νόημα σε όλα αυτά ήταν το THE ENCHANTED PLACES, η αυτοβιογραφία του Christopher Milne. O Milne ήταν ο Christopher Robin στις ιστορίες του WINNIE THE POOH, που είχε πάθει ακριβώς αυτό το πράγμα: είχε γίνει διάσημος ως φανταστικός χαρακτήρας κάποιου άλλου. Η ιστορία του Tom πήρε ένα μεγάλο μέρος της αρχικής της πνοής από την ιστορία του Milne.
Πόσο μεγάλο είναι το κομμάτι από την ιστορία του THE UNWRITTEN που έχεις προγραμματίσει; Έχεις σκεφτεί κάποιο τέλος;
Έχουμε ένα τέλος – το είχαμε πριν ακόμη ξεκινήσουμε – και τώρα μπορώ να πω ότι έχουμε ένα κάποιο μονοπάτι που οδηγεί μέχρι εκεί. Υπάρχει ένα τεράστιο γεγονός που αλλάζει όλη την πλοκή στο τεύχος 35, που θα βγει την επόμενη εβδομάδα, κι έπειτα από αυτό προχωράμε στην δεύτερη πράξη, έχοντας περάσει από τα μισά της διαδρομής. Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα απέχουμε γύρω στα τρία χρόνια από το αποκορύφωμα της σειράς. Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχουμε σχεδιάσει τα πάντα λεπτομερώς μέχρι να φτάσουμε εκεί, αλλά έχουμε σχεδιάσει την πλοκή έως γύρω στο τεύχος 50, και από εκεί και πέρα έχουμε φτιάξει ένα γενικό πλάνο μέχρι το τέλος.
Μία από τις πολλές σου συνεργασίες ήταν με την κόρη σου, για το a href=”http://archive.comicdom.gr/reviews_archive.php?id=1110″ target=”_blank”>CONFESSIONS OF A BLABBERMOUTH της Minx. Πώς ήταν το να δουλεύεις μαζί της;
Ήταν πολύ ωραία! Πολύ σκληρή δουλειά μεν και για τους δυο μας – το να γράφεις με κάποιον άλλο είναι πάντα πολύ δυσκολότερο και πολύ πιο χρονοβόρο απ’ ότι να κάνεις τη συγγραφική δουλειά μόνος – αλλά, σε κάθε περίπτωση, άξιζε τον κόπο. Ήταν μία διδακτική εμπειρία. Κοιτάζω τώρα το βιβλίο αυτό και σιγανά εκπλήσσομαι από την αφηγηματική φωνή. Δεν έχει καμία ομοιότητα με το πώς γράφω υπό κανονικές συνθήκες.
Πάνω σε τι εργάζεσαι τώρα; Υπάρχουν κάποια σχέδια για το άμεσο μέλλον που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Όπως καταλαβαίνεις, μπόλικο UNWRITTEN. Τώρα κλείσαμε με το “War of Words” και σχεδιάζουμε δύο άλλα μεγάλα projects που είναι μεν σχετικά με το THE UNWRITTEN, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Ελπίζω να ανακοινωθούν σύντομα, γιατί δεν κρατιέμαι να μιλήσω για αυτά.
Πέρα απ’ αυτό, το μεγαλύτερο κομμάτι των ασχολιών μου αφορά είτε πρόζα είτε σενάρια για τηλεοπτικά έργα. Όπου να ‘ναι θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά μου με τίτλο THE STEEL SERAGLIO, το οποίο έγραψα σε συνεργασία με τη σύζυγο μου τη Linda και την κόρη μου Louise (με την οποία συνεργάστηκα στο BLABBERMOUTH). Διασκεδάσαμε πολύ κατά τη συγγραφή του και έχουμε στα σκαριά και μία δεύτερη συνεργασία, την οποία θα πρέπει να παραδώσουμε μέσα στις αρχές του 2013. Στο μεταξύ, γράφω (ή ελπίζω ότι γράφω) ένα μυθιστόρημα με ζόμπι για την Orbit, το σενάριο μιας ταινίας τρόμου για ένα Άγγλο παραγωγό και κάποια δοκιμαστικά για ορισμένα τηλεοπτικά projects. Η ζωή μου είναι υπερπλήρης.
[Μετάφραση: Αλέξανδρος Τσαντίλας]
English
“It’s never too late” happens to be one of my favorite life lessons. I’m not sure why, it just leaves an optimistic aftertaste in my mouth (not to mention that it’s amazingly compatible with my tendency to procrastinate) giving me hope that all opportunities somebody might have missed have only been a part of the opportunities yet to come. So, maybe next time someone can reach out and grab one. In addition, he doesn’t have to hurry to achieve all that he wants and at the end of the day, it’s never too late to make a new start or even… visit a convention he kept on missing for the past two years.
And this week’s guest, Mike Carey, is proof that the above is true. As far as the second part is concerned, you’re likely to remember that the British writer was a guest at Comicdom Con Athens 2010, although the now infamous Iceland volcano robbed us of the chance to meet him in person. One year later, his schedule wouldn’t allow him to bring this first-person acquaintance into fruition. Still, 2012 came and (dear Lord, spare us from natural disasters!) Mike Carey will finally visit Athens for a few days on the occasion of Comicdom Con Athens 2012!
The first part of the prologue is about Mike Carey’s career. Carey started out as a schoolteacher and didn’t write any comics until 15 years later! Still, as it has gloriously turned out at present, it wasn’t too late. Quite the contrary; it was only the beginning of a brilliant career in comics and a resume heavy with achievements piled one upon another, both commercially and in a readership sense.
After a stint in 2000AD, Carey was assigned the title that made him famous to the biggest part of the reading audience: LUCIFER, whose main protagonist emerged from the pages of THE SANDMAN. It lasted 75 issues, all written by Carey. At the same time, the British writer took up a particularly interesting run in a href=”http://www.comicdom.gr/2011/10/26/best-of-8-hellblazer-stories/” target=”_blank”>HELLBLAZER, while impressing the readers with other Vertigo titles such as FAKER, GOD SAVE THE QUEEN and CROSSING MIDNIGHT.
It was somewhere during that time when he was assigned to X-MEN and the development of the title we now know as LEGACY, leaving his personal mark and bringing changes that were sometimes hailed by the audience, and some other times created fractions among it. His most controversial change was Rogue’s “promotion” and the rekindling of her relationship with Magneto. Carey’s successful run in X-MEN: LEGACY was recently concluded and the British writer has now set sail for other seas.
The most charted of these seas includes yet another original title called THE UNWRITTEN, which follows the life of a young man upon whom his father, being a writer, has based the leading character of his most successful work. The UNWRITTEN, however, is not the only thing that occupies Carey’s life. The British writer also creates prose books (among others, he has written a series of books starring an exorcist who helps the police in unsolved cases), film and TV scripts, as well as collaborations with his wife and his daughter!
Not to mention, of course, that he is also occupied with preparations for his upcoming visit in Comicdom Con Athens 2012, just a few days away. So, learn all you need to know about this week’s guest, Mike Carey, in the following interview. The rest? Next Friday, the 30th of March, when you’ll be given the chance to get to meet him in person!
You have described LUCIFER as an autobiographical book. How did you mean that?
I mean that my own life experiences fed into it in unexpected and rewarding ways. It wasn’t the same as the Castor novels, where I basically gave the protagonist huge chunks of my own childhood. It was more subtle than that. LUCIFER was like the autobiography of my mind. It was all about the stuff that had gone on inside my head when I left home and tried to make a life for myself. In that sense, Lucifer is Everyman: he’s trying to shake off his father’s influence and define himself as an autonomous being. We all have to go through that – and of course, like Lucifer, we all have to fail.
Due to LUCIFER’s nature, were there any points in the story that you had to be extra careful not to start preaching to the readers?
Well, it helped that by the time I came to write LUCIFER, I was a confirmed atheist. There was a sense in which I really didn’t have a dog in that fight. I used the characters and situations of a Judaeo-Christian eschatology to explore issues of predestination and free will that are actually more universal than that. So if I was preaching, it wasn’t from the pulpit you might expect.
When you had your run on HELLBLAZER, which elements of Constantine’s character did you feel that you had to concentrate on?
I’ve always liked Constantine as “the laughing magician”, anarchic and irreverent and chancing everything he’s got on each throw of the dice. I also wanted to explore both his ruthlessness and his guilt – two opposed sides of the character that have been there right from the start. Most of all, I wanted to have my cake and eat it as far as Constantine’s magic goes: I wanted the magic to be a big element in the mix, but obviously John doesn’t win his victories by using magic – he wins them by bluff, desperate gambles and sheer, vicious cunning. Oh, and they’re always Pyrrhic victories: each time he wins, he loses more.
Was it your decision to bring Rogue in the spotlight of X-MEN LEGACY? What were the reasons for it?
Yeah, it was my decision. There was something inevitable about it. I just really loved writing her. From the moment when I chose her as my team leader when I took over on Adjectiveless X-MEN, something clicked and I just went running with it. Some of the things I did with the character – most notably returning to her relationship with Magneto – have been controversial, but I had a version of her, an interpretation of her, which I think was consistent across my whole run. I couldn’t really tell you which aspects of the character appealed to me the most. Sometimes you just get where a character is coming from, you get the voice and the POV, and you just run with it. It was like that. Sometimes I say that I loved the paradoxes in her – passion endlessly restrained, villainous past and absolute personal integrity – and that’s a part of it. But if you love a character, all you can really do is rationalize it, rather than explain it.
As any X-title, X-MEN LEGACY occasionally had some plots interwoven with UNCANNY X-MEN and other titles. Was it difficult to have to co-operate with other writers and having continuity issues constantly breathing down your neck?
Sometimes it was difficult, sometimes not. The editors I worked with – Mike Marts, Nick Lowe, Daniel Ketchum – were very, very good indeed at keeping everyone involved with the decision-making and up to date with developments. There was never a sense of being treated like a monkey with a typewriter.
Obviously, though, there are times when your stories collide with other people’s stories in ways that you regret. I had a great arc all lined up that would have brought Cassandra Nova back into the X-Men’s lives, but it was around the time when Joss Whedon was writing his “Torn” arc, and my story made no sense in the context of his – so I had to move some stuff around and create a new mummudrai, which maybe robbed my “Condition Critical” arc of some of its power. It’s just one of those things that happens, you know? Nobody’s fault, and nothing you can do except roll with it.
The big crossovers, MESSIAH COMPLEX and SECOND COMING, were actually a lot of fun to do – as was NECROSHA. We just enjoyed having the big canvas, there, and being able to tell a huge story at full length.
But my favourite crossover would have to be AGE OF X, where I was pretty much running the show, with able assistance from Si Spurrier. Daniel Ketchum edited that, and he was solid gold. I loved that arc – loved working on it, and loved how it came out.
How did you come up with an unusual idea such as FAKER’s story? Were you inspired by anything particular?
Yes, I was inspired by the movie version of Bret Easton Ellis’s novel, THE RULES OF ATTRACTION. It was a dark, cold, grim little story told in an utterly compelling way, and it left me wondering if I could hit anything like the same register.
Can I ask you the same about THE UNWRITTEN?
THE UNWRITTEN had a very long and complicated genesis. Peter [Gross] and I were talking about two different ideas, which didn’t seem to have too much in common. One was a story about a magic trumpet that changes reality – like the trumpet that announces the start of a new Yuga in Hindu cosmology. And the other was a story about a girl who becomes the inspiration for a fictional character – and who we follow both in her real life and in her fictional one. It was Pornsak Pichetshote at DC/Vertigo who suggested putting the two ideas together. And then the magic ingredient that made sense of it all, for us, was Christopher Milne’s autobiography, THE ENCHANTED PLACES. Milne was the Christopher Robin of the WINNIE THE POOH stories, so he’d actually had this very thing happen to him – he’d become famous as someone else’s fictional character. Tom’s story takes a lot of its initial impetus from his.
How much of THE UNWRITTEN’s story have you planned ahead? Do you have an ending in sight?
We do have an ending – we had that before we started – and now I can say that we sort of have a path that leads all the way there. There’s a huge, game-changing moment in issue 35, which comes out next week, and after that we’re in act two, past the halfway point. The big climax is probably about three years away at this point. Obviously we’re not plotted in detail all the way there, but we’re plotted up to issue 50 or so, and then we have a more rough-and-ready plan from there to the end.
One of your many collaborations was with your own daughter, for Minx’s CONFESSIONS OF A BLABBERMOUTH. How was it working with her?
It was great! Very hard work, for both of us – co-writing is always a lot harder and a lot more time-consuming than doing it by yourself – but enormously worthwhile. It was a learning experience. I look at that book now and I’m quietly astonished at the narrative voice. It’s so unlike the way I normally write.
What are you working on now? Are there any projects for the immediate future too that you can share with us?
Lots of UNWRITTEN stuff, obviously. Not only have we just put “War of Words” to bed, but we’re planning two other big projects that relate to THE UNWRITTEN in different ways. Hopefully they’ll be announced soon, because I’m busting to talk about them.
Apart from that, most of what I’m doing is either prose or screenplay work. I have a novel that’s about to come out, THE STEEL SERAGLIO, which I co-wrote with my wife, Linda, and our daughter Louise (my collaborator on BLABBERMOUTH). We really enjoyed writing that, and we’re working on a second collaboration, which we have to deliver early in 2013. In the meantime, I’m writing (I hope) a zombie novel for Orbit, a screenplay for a horror movie for a UK producer, and pitches for a couple of TV projects. Life is very full.
[Translated by Alexandros Tsantilas]