SNAPSHOT REVIEWS 26-4-2012

Snapshot Reviews: Σύντομα reviews για πρόσφατα comics που τράβηξαν την προσοχή μας. Πρώτα τεύχη, σειρές που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά και λιγότερο προβεβλημένες δουλειές που αξίζει να προσέξετε.

COMMIES, COWBOYS, AND JUNGLE QUEENS
Writer: William W. Savage Jr.
Wesleyan University Press

Δεν θα κουραστώ να λέω πως πολύ σύχνα μου φαίνεται απείρως πιο ενδιαφέρον να διαβάζω για comics, παρά να διαβάζω τα ίδια τα comics. Το ξέρω πως αυτο ακούγεται “κάπως”, αλλά εδώ και κάμποσα χρόνια, αυτή είναι μια πραγματικότητα για μένα. Υπήρχε μια μεγάλη περίοδος, μάλιστα, που διάβαζα με ευβλάβεια έντυπα όπως το COMICS JOURNAL, το COMIC BOOK ARTIST και το ALTER EGO, ενώ άφηνα τα μηνιαία comics και graphic novels μου να στοιβάζονται για μήνες, πριν αποφασίσω να ασχοληθώ μαζί τους.

Μια ιδιαίτερη κατηγορία αυτών των comics-related βιβλίων και περιοδικών, είναι αυτά που προσεγγίζουν το θέμα από ιστορική, ή ακαδημαϊκή σκοπιά. Εγκυκλοπεδικά βιβλία, βιογραφίες σπουδαίων δημιουργών, ή ακόμη και (όπως συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση) δοκίμια ή πραγματείες, πάνω σε συγκεκριμένες θεματικές.

Ο William Savage προσεγγίζει ορισμένα εκ των “κραταιών” genre comics που κυριάρχησαν στα αμερικανικά stands στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με ακαδημαϊκή μεθοδικότητα, ιστορική ακρίβεια και συγγραφική αρτιότητα. Δε στέκεται τόσο στο να παρουσιάσει τους “commies”, “cowboys” και “jungle queens” που γέμιζαν τις σελίδες εκατοντάδων comic books, στη δεκαετία από το 1945 έως το 1954, αλλά αναλύει, με προσεκτικό τρόπο και σοβαρό ύφος, τους λόγους για τους οποίους μεγάλη μερίδα των εκδοτών στράφηκε προς τους ήρωες αυτού του τύπου, εξηγώντας πως οι εκδοτικές αυτές προτιμήσεις σχετίζονταν άμεσα με την κοινωνικό-πολιτική κατάσταση στη χώρα, εκείνη την εποχή.

Και όλα αυτά, με γλώσσα καθαρή και άμεση, που σε κανένα σημείο του βιβλίου δε γίνεται αφόρητα διδακτική ή με οποιονδήποτε τρόπο κουραστική. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, που πρέπει να διαβάσει οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για τα comics και την Ιστορία τους.

ROCKETEER ADVENTURES 2 #1
Writers: Marc Guggenheim, Peter David, Stan Sakai
Artists: Sandy Plunkett, Bill Sienkiewicz, Stan Sakai
Editor: Scott Dunbier
IDW

Το πρώτο limited series με τίτλο ROCKETEER ADVENTURES, που είχε κυκλοφορήσει από την IDW τον περασμένο χρόνο, ήταν επιεικώς μετριότατο, με κάποιες από τις ιστορίες της ανθολογίας, μάλιστα, να πλησιάζουν χαρακτηρισμούς όπως “τραγική” ή απαράδεκτη”. Το συγκεκριμένο πρώτο τεύχος της δεύτερης σειράς, είναι οριακά καλύτερο, αλλά και πάλι απέχει παρασάγγας από το να προσεγγίσει το επίπεδο των ιστοριών του μακαρίτη Dave Stevens ή έστω από το να χαρακτηριστεί “απλά καλό comic”.

Το τεύχος ξεκινά με την ιστορία “Yesteryear”, από τους Marc Guggenheim και Sandy Plunkett, και πέρα από το ενδιαφέρον artwork, δεν έχει και πολλά να πει, καθώς ο συγγραφέας περιορίζεται στο ενδιαφέρον (αλλά, ομολογουμένως, γλυκανάλατο και αφελές) εύρημά του. Στη συνέχεια, έχουμε το “The Ducketeer”, των Peter David και Bill Sienkiewicz, που έχει τόση σχέση με τον Rocketer και τον κόσμου του, όσο εγώ με την προπονητική αθλημάτων όπως το lacross. Μεταξύ μας, εγώ έχω δει και πέντε αγώνες lacross, ενώ σύμφωνα με αυτά που διαβάζουμε στην ιστορία, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε ότι ο David ίσως να μην έχει διαβάσει ποτέ ιστορία με τον ήρωα του Stevens!

Το “A Dream Of Flying”, του Stan Sakai, είναι ίσως η καλύτερη ιστορία του τεύχους (παρ’ όλο που και αυτή μοιάζει υπέρμετρα γλυκανάλατη), αλλά το μόνο που επιτυγχάνει, κατ’ ουσία, είναι να μας κάνει να εκτιμήσουμε περισσότερο το USAGI YOJIMBO και να ελπίζουμε ότι ο Sakai θα συνεχίσει να ασχολείται με τον δικό του τίτλο, στο μέλλον.

Σε γενικές γραμμές, ένα τεύχος από το οποίο το μόνο που αξίζει είναι το αξιοπρεπές artwork και τίποτε περισσότερο. Όλοι αυτοί που γκρινιάζουν για το επερχόμενο BEFORE WATCHMEN, μπορούν να βρουν λίγη οργή να διαμαρτυρηθούν και για τη συγκεκριμένη ιεροσυλία;

STEED AND MRS PEEL #3
Writer: Grant Morrison
Artist: Ian Gibson
Boom! Studios

Αχ, τί ωραίες εποχές… Τότε που ο Grant Morrison ήταν κανονικός συγγραφέας και δεν είχε μεταλλαχθεί σε γκουρού των απανταχού wannabe intellectuals και ψαγμένων συγγραφέων και δεν είχε πιστέψει το ίδιο του το hype… Από την άλλη, μπορεί να είναι απλά οι ωραίες εποχές που ο Morrison έπαιρνε ακόμα τα σωστά ναρκωτικά ή/και σε σωστή ποσότητα…

Σε αυτό το τρίτο τεύχος της reprinted σειράς, ο Morrison μπλέκει ακόμη περισσότερο το plot, ενισχύει το μυστήριο που είχε εισάγει στα δύο πρώτα τεύχη, παρουσιάζει καινούργιους χαρακτήρες και φέρεται στους πρωταγωνιστές με απίστευτο σεβασμό και ευπρέπεια (α, ρε Batman, τί σου επιφύλασσε η μοίρα;), χωρίς να “ξεπατικώνει” την τηλεοπτική σειρά, αλλά και χωρίς να καταφεύγει σε ανούσιες και περιττές υπερβάσεις. Παράλληλα, ο Ian Gibson βρίσκει ακόμη περισσότερο τα πατήματα του, τελειοποιεί τις φιγούρες των χαρακτήρων και παρουσιάζει ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ευφάνταστα και ανά στιγμές κυριολεκτικά εμπνευσμένα layouts.

Ένα comic που αξίζει να δοκιμάσετε, ασυζητητί.

WOMANTHOLOGY HEROIC GREEK DIVISION
Writers: Amanda McMurray, Devin Grayson, Αυγή Κανάκη, Αντριάννα Μπαλτά, Ελεάννα Μαυροφρύδη
Artists: Βάλια Καπάδαη, Ευγενία Κουμάκη, Αυγή Κανάκη, Αντριάννα Μπαλτά, Ελεάννα Μαυροφρύδη
Editor: Σπύρος Ευάγγελος Αρμένης
IDW

Μου είναι γενικά πολύ δύσκολο να κάνω review σε ελληνικά comics. Ένας λόγος είναι ότι δεν διαβάζω και τόσα πολλά – σίγουρα πολύ λιγότερα από άλλους συντάκτες του Comicdom, όπως ο Άρης Κώτσης, η Μυρτώ Τσελέντη και ο νέος συνεργάτης μας, Μέλανδρος Γκανάς, του οποίου τη νέα στήλη (αφιερωμένη, μάλιστα, αποκλειστικά στα ελληνικά comics!) θα έχετε την ευκαιρία να διαβάζετε κάθε δύο εβδομάδες, αρχής γενομένης από το προσεχές Σάββατο.

Ο δεύτερος λόγος, και μάλλον σημαντικότερος, είναι πως στην ελληνική σκηνή comics είμαστε όλοι “μια οικογένεια”. Δεν εννοώ (τουλάχιστον, όχι απαραίτητα) ότι η ελληνική σκηνή διακατέχεται από σύμπνοια, αρμονία και “όλα είναι καμωμένα καλώς” (I could tell many stories – and that probably goes for most of you!), αλλά ότι, κακά τα ψέμματα, οι περισσότεροι γνωριζόμαστε μεταξύ μας ή, αν δεν γνωριζόμαστε άμεσα, τότε σίγουρα έχουμε κοινούς γνωστούς. Το να κράξω, σε ένα review, τον Brian Michael Bendis, μπορεί να πληγώσει μόνο… τον Brian Michael Bendis, σε περίπτωση που αυτός googlάρει τον τίτλο του καινούργιου του comic, ανακαλύψει ένα review από την Ελλάδα και αναρωτηθεί τι μπορεί να λέει για τη δουλειά του ένας μαλάκας σε μια χρεωκοπημένη χώρα της Νοτιας Ευρώπης. Ακόμη και αν συμβεί αυτό, όμως, το χειρότερο που μπορεί να προκύψει είναι ένα αγριεμένο email που να μου τη λέει επειδή τόλμησα να κρίνω το έργο του μεγιστοτεράστιου συγγραφέα. Και αυτό είναι worst case scenario στη νιοστή!

Το να γράψω, όμως, ένα αρνητικό review για ένα comic του Τόμεκ (διαλέγω εσκεμμένα τον Τόμεκ, ως παράδειγμα, επειδή φαντάζομαι πως ο ίδιος ξέρει πόσο εκτιμώ τη δουλειά του και πως δεν πρόκειται ποτέ να έγραφα κάτι αρνητικό για αυτήν), σημαίνει πως θα πρέπει, όταν αναπόφευκτα τον συναντήσω κάπου εκεί έξω (σε μια εκδήλωση, σε μια κοπή πίτας, βρε αδερφέ), να βρεθώ στη δυσάρεστη και αμήχανη θέση είτε να αποφύγω να μιλήσω για το συμβάν (το review, ντε!), είτε να αιτιολογήσω την άποψη μου, ή ακόμη και να “απολογηθώ” για αυτήν. (Το ίδιο ισχύει και για τον Τόμεκ, φυσικά, ο οποίος μπορεί να αισθανθεί πως πρέπει να “εξηγήσει” τη δουλειά του!)

Με όλα αυτά ως δεδομένα, ίσως να αναρωτιέστε γιατί αποφάσισα να γράψω review για την ελληνική εκδοχή του WOMANTHOLOGY. Και πάλι, υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι πως, πολύ απλά, δεν έχω άλλα comics για review. Έχω να περάσω από το “local comic store” εδώ και κάποιες εβδομάδες και δεν έχω διαβάσει σχεδόν καθόλου καινούργια τεύχη μετά το Con. Ο δεύτερος είναι πως τις περισσότερες κοπέλες που εμπλέκονται στην ανθολογία, είτε δεν τις γνωρίζω καθόλου προσωπικά είτε τις γνωρίζω πολύ λίγο, οπότε αισθάνομαι πιο άνετα να γράψω για τη δουλειά τους. Γνωρίζω, βέβαια, πολύ καλά, εδώ και εκατομμύρια χρόνια, τον editor της ανθολογίας, Σπύρο Ευάγγελο Αρμένη, αλλά αυτός ξέρω πως δεν θα με παρεξηγήσει, έτσι κι αλλιώς. (Και αν το κάνει, χέστηκα! Hello, Spi!)

Μετά από αυτή την εισαγωγή, η οποία μοιάζει με μυθιστόρημα (σε έφαγα, Λαμπρόπουλε!), ας πούμε δυο λόγια και για το ίδιο το comic. Το τεύχος ανοίγει με το “The All Too Real World”, σε σενάριο της Amanda McMurray και σχέδιο της Βάλιας Καπάδαη, μια ιστορία που, για να είμαι ειλικρινής, είναι υπερβολικά συναισθηματική και “κοριτσίστικη” για τα γούστα μου. Επίσης, παρ’ όλο που το σχέδιο της Βάλιας είναι αξιοπρεπέστατο και φανερώνει τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες της, πιστεύω πως δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες δουλειές της.

Στη συνέχεια, έχουμε το “Mook “n’ Me”, από τις Devin Grayson και Ευγενία Κουμάκη. Την πρώτη δεν μπορώ να πω ότι την είχα ποτέ σε ιδιαίτερη εκτίμηση ως superhero writer. Η δουλειά της, σε γενικές γραμμές, στερείται ποικιλίας, αλλά και μοιάζει υπερβολικά “προσγειωμένη” για τις απαιτήσεις ενός υπερηρωικού comic. Στη συγκεκριμένη ιστορία τα πάει καλά, καθώς το concept/catch/έυρημα του σεναρίου είναι αρκετά έξυπνο (οι ήρωες και οι “κακοί” ή τουλάχιστον τα τσιράκια των τελευταίων, μπορεί κάποιες φορές να είναι πολύ πιο κοντά – από κάθε άποψη – απ’ όσο μπορεί να πιστεύουν), αλλά νομίζω πως το φινάλε ήθελε “κάτι παραπάνω” για να μην είναι προβλέψιμο και ενοχλητικά γλυκανάλατο (προφανώς, η αγαπημένη μου λέξη για σήμερα). Το artwork της Ευγενίας, όμως, είναι κάτι παραπάνω από πολύ καλό. Με σαφείς manga επιρροές, υπέροχες γραμμές, , δυνατά layouts και αρκετά καλή δουλειά στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους, φανερώνει σημαντικές ικανότητητες και υπόσχεται λαμπρό μέλλον. Θαυμάσια δουλειά και στα μελάνια, από την Αυγή Κανάκη.

Η Αυγή είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για την επόμενη ιστορία του τεύχους, το δισέλιδο “Uber Hamster”, το οποίο μάλλον αποτελεί και το highlight της ανθολογίας. Όχι τόσο για το σενάριο, το οποίο είναι απλό και δεν έχει πολλά πέρα από το “reveal” του τελευταίου panel, όσο για το σχέδιο, που είναι απλά εξαιρετικό! Καθαρό, δυναμικό, με εξαιρετική “κίνηση” και ενδιαφέρουσες γωνίες, καταφέρνει να “απλώσει” μια απλούστατη ιδέα σε δύο πανέμορφες και easy-to-read σελίδες. Ομολογώ ότι αυτή είναι η πρώτη δουλειά της Αυγής που πέφτει στα χέρια μου, αλλά ελπίζω να μην είναι η τελευταία.

Οι δύο επόμενες (επίσης δισέλιδες) ιστορίες, οι οποίες κλείνουν και το τεύχος, είναι το “Trick, Then Treat” της Αντριάννας Μπαλτά και το “Sinister Blade: Beyond The Grave, Pt. 1” της Ελεάννας Μαυροφρύδη, οι οποίες, κατ’ εμέ, είναι και οι πιο αδύναμες του τεύχους. Η Αντριάννα φανερώνει κάποιες ικανότητες στο γράψιμο, καθώς οι “διάλογοι” είναι καλογραμμένοι και έυηχοι, αλλά στο σκίτσο – και ειδικά στα layouts – μοιάζει να θέλει πολύ δουλειά ακόμα, ενώ η Ελεάννα δείχνει πως διαθέτει καλό “μάτι” στα layouts, αλλά το artwork της, αν και ελπιδοφόρο, είναι ακόμα πολύ “ακατέργαστο”, ενώ οι διάλογοι και τα captions της προβληματίζουν, καθώς μοιάζουν να έχουν βγει από μέτριο video game.

Κλείνοντας, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο θαυμάσιο εξώφυλλο της Ευγενίας Κουμάκη, το οποίο κατορθώνει να είναι sexy χωρίς να είναι, ούτε στο ελάχιστο, πρόστυχο. Ένας συνδυασμός που δεν βρίσκεται εύκολα, ακόμη και στη δουλειά μεγάλων ονομάτων του εξωτερικού.

Συνολικά, μια ενδιαφέρουσα ανθολογία, στην οποία όλες οι συμμετέχουσες έχουν κάτι να πουν και θα είναι ευχής έργο αν καταφέρουν να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον και να λάμψουν με τη δουλειά τους. Ελπίζω πως καμία από τις κοπέλες δεν θα παρεξηγήσει την κριτική μου και δεν θα την εκλάβει ως τίποτε περισσότερο από καλοπροαίρετη και εποικοδομητική.

Fuck! Σας είπα ότι δεν μου αρέσει να γράφω reviews για ελληνικά comics…