INTERVIEW CORNER #96: Seth

Ελληνικά

Φωτο: Davida Nemeroff

Η άνεση που έχει η ανθρώπινη μνήμη να εξιδανικεύει το παρελθόν είναι κάτι που πάντα με γοήτευε, ειδικά από καλλιτεχνικής πλευράς. Σε αρκετές περιπτώσεις, η πρακτική αυτή με βρίσκει αντίθετο, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που θα συμφωνήσω με την εξιδανίκευση αυτή κάποιων στοιχείων του παρελθόντος, ταυτόχρονα με την αρχειοθέτηση κάποιων άλλων, αρνητικών στοιχείων, στα ράφια της λήθης. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία που βλέπεις τα πράγματα.

Και αν μιλάμε για την οπτική γωνία του καλεσμένου αυτής της εβδομάδας, του Seth, τότε το παρελθόν όντως καταφέρνει να φανεί πολύ πιο γοητευτικό. Αυτό οφείλεται στα comics του Καναδού καλλιτέχνη και σε δύο βασικά μοτίβα που κυριαρχούν σε αυτά: την αναπόληση του παρελθόντος και τη γοητεία της συλλογής παλιών αντικειμένων, δύο στοιχεία που, ιδωμένα μέσα από τη σχεδιαστική νοοτροπία του Seth (η οποία θυμίζει πολύ cartoonists του παρελθόντος), φέρνουν ένα αποτέλεσμα μοναδικό.

Με αυτό ως δεδομένο, δε θα μπορούσε να ιδωθεί παρά ως ειρωνικό το γεγονός ότι η πρώτη επαγγελματική δουλειά του Seth στα comics ήταν αυτή του σχεδιαστή του MISTER X (το οποίο βρέθηκε στη θέση #31 στο αφιέρωμά μας για τα Top 100 Comics των 80s). Ο Seth ανέλαβε να σχεδιάσει το φουτουριστικό comic του Dean Motter, μετά την αποχώρηση των Los Bros Hernandez και το comic αυτό αποτέλεσε το πρώτο του σχολείο – άσχετα αν τα επόμενα έργα του δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό.

Μετά το τέλος του MISTER X και την ενασχόλησή του για κάποια χρόνια με το illustration, o Seth επέστρεψε στα comics με το PALOOKAVILLE, την πολυβραβευμένη ανεξάρτητη επιτυχία του, που συνεχίζεται εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες. Στο PALOOKAVILLE, o Seth ανέπτυξε τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν στο εξής το σύνολο της δουλειάς του: κλασικό σχέδιο, νοσταλγία για το παρελθόν και ημι-αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όλα αυτά γίνονται σε μεγάλο βαθμό εμφανή και στο IT’S A GOOD LIFE IF YOU DON’T WEAKEN (επίσης εμφανίστηκε σε Τop 100 του Comicdom, στη θέση #6 για τα καλύτερα comics των 90s), τη συλλογή των ιστοριών του PALOOKAVILLE, σε ένα από τα πιο πρόσφατα storylines της σειράς, το “Clyde Fans” (το οποίο έφτασε στη θέση #81 στα Top 100 Comics των 00s), αλλά και το graphic novel WIMBLEDON GREEN (στη θέση #58 στα Top 100 Comics των 00s), στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας ηλικιωμένος συλλέκτης comics.

Και, φυσικά, παραμένουν και σε άλλα έργα του, όπως το GEORGE SPROTT (στη θέση #35 στα Top 100 Comics των 00s – βλέπετε κάποιο μοτίβο να σχηματίζεται;), το οποίο δημοσιεύθηκε αρχικά σε συνέχειες στο περιοδικό των THE NEW YORK TIMES, αλλά και στο πιο πρόσφατο THE GREAT NORTHERN BROTHERHOOD OF CANADIAN CARTOONISTS. Ειδικά το τελευταίο, ανακατεύει με μεγάλη μαεστρία τη φαντασία με την πραγματικότητα, κάτι στο οποίο ο Seth μας έχει συνηθίσει και στο παρελθόν, από τη στιγμή που οι συνάδελφοι και καλοί του φίλοι (Chester Brown και Joe Matt) ξεκίνησαν να εμφανίζονται στα comics του (όπως και αυτός στα δικά τους).

Ας αφήσουμε, όμως, τον καλεσμένο αυτής της εβδομάδας, Seth, να μας μιλήσει όχι μόνο για το παρελθόν (γνωρίζουμε ότι αυτό το κάνει πολύ καλά), αλλά και για το μέλλον και τα επόμενα projects του, στη συνέντευξη που ακολουθεί:

Ποιοι καλλιτέχνες επηρέασαν τη δουλειά σου;

Η λίστα θα ήταν τεράστια. Δεν περνάει ούτε βδομάδα χωρίς να ανακαλύπτω κάποιον καλλιτέχνη που να θέλω είτε να μιμηθώ είτε να κλέψω κάτι από αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, για να είμαι ειλικρινής, οφείλω να συνειδητοποιήσω ότι, καθώς μεγαλώνω, ανακαλύπτω ότι οι μόνιμες επιρροές μου από άλλους καλλιτέχνες λιγοστεύουν. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παίρνω ιδέες ή δεν μαθαίνω πια άλλα πράγματα από άλλους καλλιτέχνες, απλά σημαίνει ότι σε αυτή την περίοδο της ζωής μου είναι δύσκολο να στεριώσουν αυτές οι επιρροές. Ο τρόπος με τον οποίο κάνω πράγματα είναι πια διαμορφωμένος. Χρειάζεται μία πιο συνειδητή δύναμη βούλησης για να αλλάξω ενεργά αυτό που κάνω.

Τούτου λεχθέντος, οι καλλιτέχνες που επηρέασαν θεμελιωδώς τον τρόπο σκέψης και το σκίτσο μου, όταν ήμουν νεώτερος, μάλλον ξεκινάνε με τους Jack Kirby και Charles Schulz: Και οι δύο τους με επηρέασαν πάρα πολύ και ως παιδί και ως έφηβο. Και οι δύο τους χρησιμοποιούν καθαρή γραμμή στο σχέδιο, και τα έργα τους έχουν την δική τους αυτόνομη και προσωπική ακτινοβολία. Πιστεύω ότι κατάλαβα από πολύ μικρός ότι η Tέχνη μπορεί να δημιουργήσει εντυπώσεις ΜΟΝΟ αν είναι προσωπική. Το μεγαλύτερο μέρος της Τέχνης των comics είναι εντυπωσιακά απρόσωπη και μέτρια.

Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες ήταν πραγματικοί καλλιτέχνες που έτυχε απλά να δουλεύουν σ’ ένα εμπορικό Μέσο.

Επίσης, ως έφηβος είχα επηρεαστεί πάρα πολύ από τα CITIZEN CANE και THE MAGNIFICENT AMBERSONS του Orson Wells. Είδα μερικές φορές τις δύο αυτές ταινίες και φαίνεται ότι σχημάτισαν την βάση για το μεγαλύτερο κομμάτι της συγγραφικής μου δουλειάς (με κάποιο παράδοξο τρόπο).

Αργότερα, στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μου, ανακάλυψα τον Crumb (που είχε μεγάλο αντίκτυπο σ’ εμένα) κι έπειτα τους Hernandez Bros (που είχαν επίσης μεγάλο αντίκτυπο στην πρώιμη εξέλιξη μου). Ακολούθησε έπειτα μία ολόκληρη κοσμοσυρροή από καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο σχεδίαζα και έβαζα σε σειρά τα comics: Οι Herge, Chaland, Peter Arno, Edward Gorey, Maurice Vellecoop, Chester Brown. Μπορώ να προσθέσω κι άλλα ονόματα, γιατί υπήρξαν μπόλικοι άλλοι. Η επιρροή τους συχνά δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον αναγνώστη… αλλά εγώ ξέρω ότι είναι εκεί. Ο τελευταίος καλλιτέχνης που μου άφησε βαθύτατο αντίκτυπο στη δουλειά μου ως καλλιτέχνης ήταν ο Καναδός σχεδιαστής Thoreau MacDonald.

Κάποια θέματα που επανέρχονται στις ιστορίες σου είναι η νοσταλγία του παρελθόντος και η συλλογή αντικειμένων. Ποια είναι η σημασία των θεμάτων αυτών και γιατί τα ξανασυναντάμε τόσο συχνά;

Είναι απλό. Είμαι συλλέκτης και έχω εμμονή με τον χρόνο, ειδικά τώρα που μεγαλώνω σε ηλικία και βλέπω τον κόσμο να αλλάζει και το παρελθόν να εξαφανίζεται. Αυτό μου δημιουργεί μία απίστευτη θλίψη (και αναστάτωση), μιας και βλέπω όλα αυτά που έχω σε υπόληψη και εκτιμώ από το παρελθόν να σπρώχνονται στην άκρη ή να λησμονιούνται ολότελα. Οι κουλτούρες αλλάζουν και είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσω ότι τόσα πολλά πράγματα που εγώ θεωρώ όμορφα ή εντυπωσιακά ή γοητευτικά δεν ενδιαφέρουν καθόλου την τωρινή κουλτούρα – ή την ενδιαφέρουν ελάχιστα. Νιώθω ότι δε συμβαδίζω με τον ψηφιακό κόσμο. Η τωρινή κουλτούρα μου φαίνεται απωθητική. Δεν θέλω να ζω στο παρελθόν (το παρελθόν είναι ένα εξίσου δυσάρεστο μέρος), αλλά θρηνώ για τα θαυμάσια στοιχεία του παρελθόντος (αναφερόμενος κυρίως στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα) που δεν βρήκαν τον δρόμο τους στο τωρινό παρόν. Μαζί με τα ξερά κάηκαν και πολλά χλωρά. Είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο και πολύ δύσκολο ζήτημα για να το αναλύσουμε σε μερικές μόνο προτάσεις… αλλά ας πω μόνο ότι έχω ένα παράλογο αίσθημα ότι το παρελθόν ακόμη υπάρχει, είναι κατά κάποιο τρόπο απτό, αλλά πέρα από εμάς. Το παρελθόν δεν έχει εξαφανιστεί πλήρως, αλλά είναι απρόσιτο για εμάς, με τρόπο πέραν των αορίστων διαδικασιών της μνήμης. Το νιώθω αυτό πάρα πολύ όσον αφορά τις λεπτομέρειες της δικής μου ζωής, λες και το δικό μου παρελθόν ακόμη ξετυλίγεται σε κάποια γωνία κι εγώ απλά πρέπει να βρω τον σωστό δρόμο να βαδίσω. Υπάρχει μια κάποια έντονα θλιβερή όψη της ανθρώπινης ζωής, αφού τα πάντα βαδίζουν προς ένα βασίλειο πέρα από εμάς με το πέρασμα κάθε λεπτού.

Το σκέφτομαι αυτό συνεχώς και αυτός είναι και ο λόγος που οι ιστορίες μου είναι γεμάτες με αυτό το ζήτημα. Η συλλογή δεν είναι παρά η φυσική εκδήλωση της ματιάς στο παρελθόν.

Ξεκίνησες την καριέρα σου με το MISTER X. Μπορείς να περιγράψεις την εμπειρία αυτή; Με ποιους τρόπους πιστεύεις ότι σε βοήθησε να εξελιχθείς;

Με βοήθησε απίστευτα, επειδή μου έδωσε μια ευκαιρία να μαθητεύσω. Είχα ένα χρονικό διάστημα να βελτιώσω τις δεξιότητες μου ως cartoonist και αφηγητής, χωρίς να χρειάζεται να γράψω εγώ τις ιστορίες. Δεν ήμουν έτοιμος να γράψω κάτι. Ήμουν ακόμη πολύ “ακατέργαστος” όσον αφορά τις δεξιότητές μου, συνολικά ως cartoonist. Η περίοδος αυτή που εργαζόμουν ως “μισθωτό προσωπικό” μου επέτρεψε να μελετήσω, να πειραματιστώ και να προσπαθήσω απεγνωσμένα να δημιουργήσω κάτι το “επαγγελματικό”. Ήταν δύσκολο. Δεν είχα μεγάλη ικανότητα από φυσικού μου. Το σχέδιο ήταν σκέτος αγώνας. Θυμάμαι εκείνα τα comics και ντρέπομαι. Με το ζόρι σχεδίαζα – τόση λίγη αυτοπεποίθηση – αλλά έμαθα πολλά κι ακόμη και τώρα εκτιμώ τα όσα έμαθα δουλεύοντας σε εκείνο το comic. Αναγκάστηκα να πέσω με τα μούτρα και να ξεπεράσω προβλήματα που δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω. Και μόνο τ’ ότι έβλεπα για πρώτη φορά τη δουλειά μου τυπωμένη ήταν εντυπωσιακό. Δεν μπορείς να δεις τη δουλειά σου ξεκάθαρα, προτού την δεις τυπωμένη στο χαρτί – και τότε, η απόσταση ανάμεσα σ’ εσένα και στο έργο γίνεται ξαφνικά εξόφθαλμη. Την βλέπεις για πρώτη φορά απ’ έξω, όπως την βλέπει ο αναγνώστης. Είναι κάτι που θα ταρακουνήσει το νεαρό καλλιτέχνη. Βλέπεις όλα αυτά που είναι στραβά με τη δουλειά σου κι αυτό μπορεί είτε να σε αποκαρδιώσει είτε να σε προκαλέσει – συχνά, και τα δύο μαζί.

Τι σε έκανε να επιστρέψεις στα comics με το PALOOKAVILLE, έπειτα από μία μακρά απουσία από την εικονογράφηση;

Μπήκα στην εικονογράφηση μόνο και μόνο για να βγάλω αρκετά χρήματα για να κάνω comics. Όταν έφυγα από το MISTER X, ήξερα ότι ποτέ δε θα μπορούσα να κάνω τα δικά μου comics, σχεδιάζοντας τα comics άλλων για να βγάζω έναν μισθό. Έπρεπε να βρω άλλο τρόπο να ζήσω, ενώ δούλευα πάνω στα δικά μου έργα. Η εικονογράφηση φαινόταν μία καλή προοπτική. Εάν είχα τη θέληση να ξεπετάω οποιαδήποτε σχέδια απαιτούσε ο κόσμος της εικονογράφησης, τότε θα είχα παράλληλα τη δυνατότητα να κάνω τη δική μου “αληθινή” δουλειά. Όλα αυτά συνέβησαν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου μεταξύ του MISTER X και του PALOOKAVILLE. Έψαχνα να βρω τι θα έκανα στον χώρο των comics, και προσπαθούσα να φτιάξω εκείνο το πρώτο τεύχος. Δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή σε όλη εκείνη την περίοδο που δεν είχα στο μυαλό μου το να είμαι cartoonist. Η εικονογράφηση πάντα ήταν μία παράλληλη ενασχόληση για να βγάζω λεφτά.

Τα comics σου είναι γνωστά για την ημιβιογραφική τους φύση. Ποιες είναι οι κυριότερες δυσκολίες στο να αναμιγνύεις την μυθοπλασία με τα πραγματικά γεγονότα;

Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν δυσκολίες. Πιστεύω ότι απλά έτσι είναι ο τρόπος που λειτουργεί το μυαλό μου. Μου αρέσει να φτιάχνω “φανταστικές” ιστορίες.

Η μίξη πραγματικότητας και μυθοπλασίας τα κάνει όλα να δείχνουν πιο άμεσα, πιο “πραγματικά”. Υποθέτω ότι το να γράφεις μυθοπλασία γενικά περιλαμβάνει το να αναμιγνύεις το πραγματικό με το φανταστικό. Έχω προγραμματίσει κι άλλες ιστορίες… αλλά αυτές περιλαμβάνουν μπόλικα τέτοια στοιχεία. Είναι δύσκολο για εμένα να φανταστώ μια ιστορία που δεν περιλαμβάνει αυτού του είδους την μυθοπλαστική-ιστοριογραφική κοσμοδημιουργία (ή που δεν περιλαμβάνει συλλέκτες μου μαζεύουν το ένα ή το άλλο πράγμα).

Βλέπουμε συχνά εσένα, τον Chester Brown και τον Joe Matt να κάνετε εμφανίσεις ο ένας στα comics του άλλου. Πώς ξεκίνησε αυτό;

Αυτό είναι απλά κάτι που προέκυψε επειδή είμαστε στενοί φίλοι και περνάμε πολύ χρόνο μαζί. Τότε βλέπαμε συνέχεια ο ένας τον άλλο και βοήθησε και το γεγονός ότι και οι τρεις μας ενδιαφερόμασταν για τις αυτοβιογραφίες. Αυτό κατέστησε σχεδόν σίγουρο το ότι ο καθένας μας θα έκανε κι από μια εμφάνιση στα έργα των άλλων δύο. Και οι δύο τους ήταν (και είναι) πολύ σημαντικοί για εμένα. Διδάχτηκα πάρα πολλά κι από τους δυο τους, ειδικά από τον Chet. Εκπληκτικός καλλιτέχνης και ένας αυθεντικά καινοτόμος στοχαστής.

Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε ήταν πολύ πιο προχωρημένος από εμένα. Ήξερε στ’ αλήθεια τι έκανε. Εγώ δεν είχα ιδέα. Ο Chester Brown είναι ένας αυθεντικός διδάσκαλος.

Διάβασα σε μια παλιά σου συνέντευξη ότι το GEORGE SPROTT ήταν αυτό που προτιμούσες λιγότερο απ’ τις επιλογές που είχες για strip στους THE NEW YORK TIMES. Σε περιπτώσεις όπως αυτή, πώς μπορείς να αγνοήσεις κάτι που σου φαίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον και να βάλεις τα δυνατά σου για να κάνεις αυτό που επιλέχτηκε;

Ε, στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχα και πολλές επιλογές. Εκείνοι είχαν τον τελικό λόγο και εκείνη ήταν η ιδέα που τους ενδιέφερε. Δεν είχα άλλη επιλογή, πέραν του να προχωρήσω με αυτό ή να παραιτηθώ. Kαι δεν σκόπευα να παραιτηθώ, μιας και ήταν μια πραγματικά πολύ καλή ευκαιρία να εκδώσω κάτι στους THE NEW YORK TIMES. Έτσι, απλά στρώθηκα στη δουλειά, τίποτε άλλο. Είναι απογοητευτικό να αφήνεις πίσω σου μια ιδέα που προτιμάς, μιας και ξέρεις ότι κατά πάσα πιθανότητα δε θα χρησιμοποιηθεί ποτέ. Οι παλιές ιδέες τείνουν να ξεθωριάζουν αν δεν ασχοληθείς μαζί τους γρήγορα.

Το αστείο όμως είναι ότι δεν είναι δύσκολο να δημιουργήσεις ενθουσιασμό για μία ιδέα, αν ασχοληθείς εκτενώς μαζί της (βέβαια, η ιδέα πρέπει να αφορά κάτι που έχει ΚΑΠΟΙΟ ενδιαφέρον για εσένα πρώτα – πρέπει να είναι μία ιδέα που να μπορείς να της δώσεις έμφαση) κι αν προσπαθήσεις έπειτα να βρεις τον λόγο για τον οποίο αξίζει να ασχοληθείς μαζί της. Ευτυχώς, στην παρούσα περίπτωση, όταν κοίταξα πιο καλά το αόριστο περίγραμμα του SPROTT που είχα υποβάλλει, συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα ήταν η πιο δύσκολη από τις τρεις ιδέες που είχα παρουσιάσει. Μου έδωσε ώθηση. Εντέλει, είμαι σίγουρος ότι παρήγαγα καλύτερη δουλειά ακριβώς επειδή επέλεξαν το SPROTT, αντί να επιλέξουν κάποια από τις άλλες δύο ιδέες.

Έχεις κάνει επίσης τη γραφιστική δουλειά στα βιβλία των COLLECTED PEANUTS για την Fantagraphics. Τι ήθελες να πετύχεις με το γραφιστικό σου έργο; Θεωρείς ότι το πέτυχες;

Το μόνο που ήθελα να κάνω με εκείνη τη σειρά ήταν να στήσω ένα πακέτο για το έργο του κυρίου Schulz που θα ήταν και αξιοπρεπές, αλλά και ευχάριστο από άποψη αισθητικής. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του έχει πολύ φτωχό εξωτερικό περιτύλιγμα, που δεν είναι παρά ένα λουστράρισμα που παραπέμπει είτε σε παιδική ψυχαγωγία είτε σε εμπορευματοποίηση. Ήθελα να αναδείξω τα λιγότερα εμπορικά του χαρακτηριστικά, την μελαγχολία και την γαλήνη που υπάρχουν στο PEANUTS, το έντονα προσωπικό στοιχείο του strip, την πραγματική καλλιτεχνία του Charles Schulz. Ήθελα τα βιβλία να είναι κάπως διακριτικά ως προς το γραφιστικό τους σκέλος, πιο ταπεινά, χαμηλού προφίλ και λιτά. Ελπίζω ότι το πέτυχα. Είμαι ακόμη ικανοποιημένος με τη γραφιστική δουλειά της σειράς, πράγμα που με εκπλήσσει. Είμαστε στο 18ο τόμο και έχει περάσει καιρός από τότε που σχεδίασα την όψη της σειράς. Είναι σχεδόν θαύμα που εξακολουθεί να μου αρέσει. Παραδέχομαι, βέβαια, ότι αν είχα την δυνατότητα να το ξανακάνω θα είχα αλλάξει το λογότυπο… αλλά τώρα είναι αργά για κάτι τέτοιο. Θέλω να πιστεύω ότι τα βιβλία θα άρεσαν στον Schulz… αλλά καμιά φορά το σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι.

Τι να αναμένουμε απ’ το PALOOKAVILLE #21;

Ένα μεγάλο κομμάτι του “Clyde Fans”. Το υπόλοιπο του τέταρτου μέρους. Έτσι, θα μείνει μόνο ένα μέρος προτού τελειώσει η ιστορία, που θα ολοκληρωθεί στο PALOOKAVILLE #22. Δόξα τω θεώ! Ξέρω ότι αυτή η σειρά έχει τραβήξει πάρα πολύ, αλλά τι να πω… απλά δεν έγινε με τον τρόπο που περίμενα να γίνει όταν την ξεκινούσα. Ποιος ήξερε ότι θα έπαιρνε μια δεκαετία για να τελειώσει; Ίσως να σημειώσει και ρεκόρ αργοπορίας.

Αν έμαθα κάτι απ’ το PV #20, αυτό είναι ότι πρέπει να έχεις στη διάθεση σου ένα μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας. Όταν κυκλοφόρησε το PV #20, σκεφτόμουν ακόμη με όρους των comics – γι’ αυτό υπάρχουν σε αυτό μόνο 30 σελίδες του “Clyde Fans”. Συνειδητοποίησα ότι φαινόταν λειψό μόνο όταν το είδα έντυπο. Έμαθα το μάθημα μου.

Μπορείς να μας πεις πάνω σε τι δουλεύεις τώρα; Τι άλλο να αναμένουμε από εσένα στο εγγύς μέλλον;

Έχω κολλήσει φέτος με το να δουλεύω πάνω σε τρία εικονογραφημένα βιβλία, τα ALL THE WRONG QUESTIONS του Lemony Snicket (που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από την Little Brown), ABOUT LOVE: THREE STORIES BY ANTON CHEKHOV (που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από την Biblioasis) και SUNSHINE SKETCHES OF A LITTLE TOWN του Stephen Leacock (που θα κυκλοφορήσει του χρόνου από την McClelland and Stewart). Επίσης, δουλεύω πρόχειρα πάνω σ’ ένα αυτοβιογραφικό comic που ελπίζω να έχω τελειώσει μέχρι του χρόνου και να το εκδώσω κάποια στιγμή αργότερα.

[Μετάφραση: Αλέξανδρος Τσαντίλας]

English

Photo by Davida Nemeroff

I always felt that the comfort with which human memory idealizes the past to be rather charming, especially from an artistic perspective. I am not in favor of this practice in many occasions, although there are quite a few moments where idealizing several elements of the past and at the same time putting some other, negative elements of it, in the back shelf of forgetfulness, seems agreeable to me. As in many other cases, it all depends on one`s point of view.

And if the subject is Seth’s, this week’s guest, point of view, then the past does seem quite attractive. This is due to the Canadian artist’s comics featuring two fundamental patterns: The reminiscence of the past and the collection of old objects, two aspects that when examined through Seth’s drawing style (which is quite reminiscent of past cartoonists) result in a very unique conclusion.

Given that, the fact that Seth’s first professional work was drawing MISTER X (that ranked #31 in our list of the 80s Top 100 Comics) can only be regarded as irony. Seth was assigned to draw Dean Motter’s futuristic comic following the departure of Los Bros Hernandez and that comic was his first school – regardless of whether his next works had nothing to do with it.

Following the end of MISTER X and several years of illustrations, Seth returned to comics with PALOOKAVILLE, his multi-awarded indie success, which is still in publication two decades later. In PALOOKAVILLE, Seth developed the elements that from that point onwards would be considered as typical of his work: Classic drawing style, nostalgia for past times and semi-autobiographical elements. All these are greatly evident in IT’S A GOOD LIFE IF YOU DON’T WEAKEN (also appeared in Comicdom’s Top 100, ranking # 6 in the Best Comics from the ‘90s), the collection of PALOOKAVILLE’s stories from one of the more recent storylines of the series, “Clyde Fans” (ranked # 81 in Top Comics of the 00s), as well as the graphic novel WIMBLEDON GREEN (ranking #58 in Top Comics from the 00s), starring an aged comic book collector.

Of course, there are more of his works, such as GEORGE SPROTT (ranking #35 in Top Comics from the 00s – do you see a pattern emerging?), that was initially serially published in THE NEW YORK TIMES, as well as the more recent THE GREAT NORTHERN BROTHERHOOD OF CANADIAN CARTOONISTS. This last one, in particular, features a skillful mix of fantasy and reality, something that Seth has also displayed in the past, ever since his colleagues and good friends (Chester Brown and Joe Matt) began appearing in his comics (just as he made appearances in theirs).

Still, let’s allow Seth, this week’s guest, tell us not just about the past (we know he’s all too competent in that department) but also the future and his next projects, in the following interview:

Who are the artists that have influenced your work?

That would be an enormous list. Probably barely a week goes by without me discovering some artist who I wish to emulate or steal from. However, if I am honest I have to realize that as I grow older I find that I take less permanent influence from other artists. It’s not that I don’t get ideas or learn things from other artists any longer; it is simply that at this time of my life it is harder for that influence to take root and stick. How I do things is pretty formed now. It takes a more conscious force of will to actively change what I am doing.
That said, the artists who had the most profound influence on my thinking and drawing when I was younger would probably start with Jack Kirby and Charles Schulz. Both very big influences on me as a child and teenager. You might think these two artists are wildly dissimilar but not entirely. Both are clear-line artists and both of their works simply radiate with their individual personas. I think, from a very young age I recognized that for the art to be affecting it HAD to be personal. Most comic book art is remarkably impersonal. Generic really.

These two artists were real artists – just working in a commercial medium.

I was also very affected as a teenager by CITIZEN CANE and THE MAGNIFICENT AMBERSONS by Orson Wells. Both films I saw several times and they seem to have formed the basis for most of my writing (in some odd manner).
Later, in my early twenties I discovered Crumb (he had a huge affect on me) and then the Hernadez Bros (also very affecting on my early development). Then a rush of artists who shaped how I drew and paced comics: Herge, Chaland, Peter Arno, Edward Gorey, Maurice Vellecoop, Chester Brown. I could go on and on. There have been a lot. Often their influence might be unnoticeable to the reader… but I know it is there. The last artist to deeply affect my work as an artist has been the Canadian artist Thoreau MacDonald.

Some recurring themes in your stories are longing for the past and collecting things. What is the importance of these themes and why do we come across them so often?

It’s simple. I’m a collector and I am fixated on time. Especially as I grow older, I see the world changing and the past vanishing. It produces a tremendous amount of sadness (and frustration) in me to see the things I value and esteem from the past being pushed aside or utterly forgotten. Cultures change and it is hard to realize that so much that I consider beautiful or fascinating or charming is really of little or no interest to the current culture. I feel out of step with the digital world etc. The current culture is off-putting to me. I don’t want to live in the past (the past is an unpleasant place as well) but I lament that the wonderful elements of the past (mostly I’m thinking about the first half of the 20th century) that have not made their way into this time. Much of the baby was thrown out with the bathwater. This is a very big topic and far too difficult to delve into with a few sentences… but let me just say that I have an irrational feeling that the past still exists. Palpable somehow – just out of reach. The past is not fully vanished but is unreachable except through the vague processes of memory. I feel this most strongly with the details of my own life. As if my own past were still occurring somewhere around some corner if I could just find the right street to walk along. There is some intensely sad quality to human life because, moment by moment, everything is passing into a realm beyond our reach.

I think about this constantly and that is why my stories are filled with this theme. Collecting is just a physical manifestation of looking backward.

You started your career with MISTER X. Can you describe the experience? In what ways do you feel that it helped you evolve?

It helped me tremendously because it gave me a chance to apprentice. A period to hone my skills as a cartoonist and storyteller without having to write the stories. I wasn’t ready to write anything. I was still very crude in all my skills as a cartoonist. That period as a pair of “hired hands” allowed me to study and experiment and desperately try to produce something “professional”. It was tough. I didn’t have a lot of natural ability. The drawing was a struggle. I look back on those comics and wince. I could barely draw – such little confidence – but I learned a lot and even now, I still value what working on that comic taught me. It forced me to tackle problems I was not ready to handle. Just seeing my work in print for the first time was startling. You don’t really see the cartooning clearly until you see it in print – and then suddenly the distance between yourself and the work becomes glaring. You see it for the first time from the outside – as the reader sees it. It’s a shock for a young artist. You see everything that is wrong with it. It can be either dispiriting or challenging. Often both.

What made you come back in comics with PALOOKAVILLE, after a long break in illustration?

I only entered illustration to make enough money to do comics. When I left MISTER X, I knew I could never produce my own comics while drawing other peoples comics for money. I needed another way to make a living while I worked on my own work. Illustration seemed the answer. If I was willing to hack out whatever drawings were required by the illustration world I could afford to do my own “real” work on the side. That’s what was going on in that period between MISTER X and PALOOKAVILLE. I was figuring out what I was going to do in comics and trying to make that first issue. There was never even a moment in that period where I wasn’t planning on being a cartoonist. Illustration has always been just a sideline to make money.

Your comics are known for their semi-autobiographical nature. What are the main challenges in mixing fiction with actual events?

I’m not sure there are any. I think that is just how my brain works. I like to make up “fictional” histories.
Mixing reality and fiction somehow makes it all seem a bit more immediate – more “real”. I suspect that all fiction writing involves mixing the real with the imagined. I have other stories planned… but they have a lot of these elements in them. It’s hard for me to imagine a story that doesn’t involve that kind of fictional-history world building (or doesn’t have collectors of some kind or other in them).

We have often seen you, Chester Brown and Joe Matt appearing in each other’s comics. How did this begin?

You know, it just came about because we were close friends and spent so much time together. Back in those days we saw each other constantly. The fact that we were all interested in Autobiography helped as well. That almost guaranteed that we’d show up in each other’s work. Both those guys were (are) tremendously important to me. I learned an awful lot from them both. Chet especially. A remarkable artist. A real original thinker.
When we met he was so much further along than me. He really knew what he was doing. I didn’t have a clue. Chester Brown is a genuine master.

I read in a past interview that GEORGE SPROTT was the least favorite among your options for a strip for THE NEW YORK TIMES. In such cases as this, how can you leave behind something more interesting for you and do your best for the option that was chosen?

Well, in that case I didn’t have much choice. They had the final say and that was the idea they wanted. I had no option except to forge ahead or quit. And I wasn’t going to quit because it was a really great opportunity to publish in THE NEW YORK TIMES – so I just applied myself. Pure and simple. It’s disappointing to leave a favourite idea behind – you know it will probably never be used again. Old ideas tend to die on the vine if you don’t get to them soon enough.

But the funny thing is, it’s not hard to generate enthusiasm for an idea if you look into it deeply enough (admittedly the idea has to be something you have SOME interest in – it has to be an idea that can be empathized with) and try to figure out why it would be worth doing. Fortunately, in this case, once I examined the vague outline I had given them for SPROTT, I realized that it was actually the most challenging of the three ideas I submitted. It pushed me. In the end, I am sure I produced a better work because they picked SPROTT than if they had selected either of the other two.

You are also the designer of the COLLECTED PEANUTS books from Fantagraphics. What was it that you wanted to accomplish through your design? Do you feel that you have made it?

All I really wanted to do with this series is devise a package for Mr. Schulz’s work that was dignified and aesthetically pleasing. So much of his work has been packaged up poorly. Given a veneer of children’s entertainment or merchandizing. I wanted to showcase its less marketable qualities. The melancholy and quiet in PEANUTS. The intensely personal quality of the strip. The real artistry of Charles Schulz. I wanted the books to be somewhat subtle in design – a bit understated. Low key and austere.
I hope I have achieved it. I’m still pleased with the series design and that kind of surprises me. We are 18 volumes in now and I designed the look of the series quite some time ago now. It’s almost a miracle that I’m still happy with it. Admittedly, I’d have changed the logo if I had the chance to do it over…but it’s too late for that now.
I like to think Schulz might have liked the books…. but sometimes I wonder.

What should we expect form PALOOKAVILLE #21?

A big chunk of “Clyde Fans”. The remainder of Part 4. That will leave only one more part until that story is done. It will conclude in PALOOKAVILLE #22. Thank God! I know this series has taken forever… but what can I say. It just didn’t get done in the manner I expected when I began it. Who knew it would take well over a decade to finish? It might end up as some kind of record for slowness.
If I have learned one thing from PV #20 it is that you need to have a larger chunk of the story. I was still thinking in terms of comic books when I put out PV #20 – that’s why there is only 30 pages of “Clyde Fans” included there. The moment I saw it in print I realized it felt paltry. Lesson learned.

Can you tell us what you’re working on now? What else should we expect from you in the near future?

I’ve been bogged down this year working on three illustrated books. ALL THE WRONG QUESTIONS by Lemony Snicket (out this fall from Little Brown). ABOUT LOVE: THREE STORIES BY ANTON CHEKHOV (out this fall from Biblioasis) and SUNSHINE SKETCHES OF A LITTLE TOWN by Stephen Leacock (out next year from McClelland and Stewart). I’m also working on a memoir comic in my sketchbook, which I hope to finish up next year and publish sometime after that.

[Translated by Alexandros Tsantilas]