WEREWOLVES OF MONTPELLIER

Writer/Artist: Jason
Fantagraphics Books

Ο πολυβραβευμένος Jason (John Arne Sæterøy), δημιουργός του THE LEFT BANK GANG, μας έρχεται από τη Νορβηγία και είναι γνωστός για τους ανθρωπόμορφους σκύλους/πουλιά/λαγούς ,που χρησιμοποιεί ως χαρακτήρες, αλλά και για το “ανέκφραστο storytelling” του. Τα πάντα μοιάζουν τόσο φυσιολογικά και τόσο καθημερινά, σε έναν παραλογισμό όπου τα συναισθήματα -προφανώς- περισσεύουν. Βλέπω τη λέξη “werewolves” στον τίτλο και κάνω τους συνειρμούς… Κάτι από πανσέληνο, κάτι από ουρλιαχτό, αίμα, δόντια και πολλή τρίχα. Τελικά όχι. Σίγουρα όχι.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα indie graphic novel, που σε αιφνιδιάζει από την πρώτη κιόλας σελίδα. Ένας καλλιτέχνης, ο Sven (φαινομενικά σκύλος, αλλά στην ουσία απλός καθημερινός ανθρωπάκος) αποφασίζει να σπάσει τη ρουτίνα των μοναχικών βραδιών του και ντύνεται λυκάνθρωπος. So far, so good. Εν συνεχεία, μοιράζεται τον παρορμητισμό του και με τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς ξεχύνεται στις στέγες του Montpellier και εισβάλει στα σπίτια ανυποψίαστων πολιτών, με μοναδικό σκοπό την υφαρπαγή των κοσμημάτων τους… Ο φίλος μας βαριέται πααααάρα πολύ, όμως. Η μόνη που γνωρίζει το μυστικό του, είναι η εξίσου αλλοπαρμένη ομοφυλόφιλη γειτόνισσά του, η οποία παριστάνει, με τη σειρά της, την Audrey Hepburn. Στην πορεία, εμφανίζονται και άλλοι guest φίλοι, που συμβάλλουν στη δημιουργία αμήχανων, κομικών και πάντα λακωνικών διαλόγων.

Η ιδέα του λυκανθρώπου, όμως, δεν αποτελεί παρά την εκκίνηση για τη δημιουργία της ιστορίας, αφού η βάση της βρίσκεται στη σχέση του Sven με την Audrey. Μοιράζονται μεταξύ τους, τόσο τα προβλήματα των alter ego τους, όσο και τις πραγματικές ανησυχίες τους. Η υπόθεση περιπλέκεται, όταν τις νυχτερινές εξορμήσεις του Sven ανακαλύπτει μία ομάδα πραγματικών λυκανθρώπων. Δεν θα προχωρήσω παρακάτω, γιατί θα μαρτυρήσω το τέλος μίας μοιραίας (;) συνάντησης.

Το σκηνικό είναι αρκετά κινηματογραφικό και (όπως δηλώνει και ο ίδιος ο Jason) επηρεασμένο από ταινίες του Chaplin και του Keaton. Οι γαλλικές στέγες αποδεικνύονται ιδανικές για τις επιδρομές ενός fake λυκανθρώπου, ενώ οι παραστάσεις του Montpellier συμπληρώνουν την εμφανή μελαγχολία του πρωταγωνιστή. Στα θετικά, θα σημειώσω τον κυνισμό του comic, την αμηχανία που μου μετέδωσε, σε ορισμένα σημεία όπου δεν υπάρχουν καν διάλογοι, αλλά και το τέλος του!

Το σχέδιο, επίσης, είναι απλό και ακολουθεί τη βασική γραμμή του δημιουργού, που μένει πιστός σε κάποιες νόρμες. Ωστόσο, τα χρώματα είναι αρκετά ζωηρά και έντονα, χαρίζοντας έναν παιδικό τόνο στους πρωταγωνιστές που δραπέτευσαν από το ζωικό βασίλειο. Η γλώσσα γραφής, με τη σειρά της, μένει στα βασικά και είναι απόλυτα κατανοητή, χωρίς περίπλοκες αγγλικές εκφράσεις.

Η τελική αίσθηση που μου άφησε το WEREWOLVES OF MONTPELLIER, είναι μια συμπάθεια για τον γλυκούλη “λυκάνθρωπο” με την παιδική ψυχή, και μια νοσταλγία για τους ρόλους που υποδυόμαστε ως παιδιά. Είναι ένα comic για κάθε ενήλικα που έχει κρυμμένες μάσκες, βαθιά μέσα στη ντουλάπα του.