PERNILONGO
Writer/Artist: Θοδωρής Μπαργιώτας
Jemma Press
Βρισκόμουν στα Jemma Καλλιθέας πριν από λίγες μέρες, όταν μου σύστησαν το PERNILONGO. “Χάρηκα” του είπα, και το πήρα στα χέρια μου. Ωραίο εξώφυλλο, πολλά υποσχόμενο description στο οπισθόφυλλο, και το ξεφύλλισμά του ανέδυε έναν δυναμισμό, σου έδινε την ιδέα πως δε θα σε αφήσει να βαρεθείς διαβάζοντάς το. Κλείσαμε ραντεβού, λοιπόν, για το ίδιο βράδυ στην πολυθρόνα μου, να γνωριστούμε καλύτερα, να δούμε τι ιστορία έχει να μου πει.
Ο Θοδωρής είναι ένας νεαρός Αθηναίος δικαστής, αηδιασμένος έως το μεδούλι, με τη βρώμα και τη διαφθορά της ελληνικής πραγματικότητας. Σε μία προσπάθεια να ξεφορτωθεί τη ρετσινιά των δικαστηρίων από πάνω του, ξεκινάει ένα ταξίδι στη Σαλβαντόρ Μπαΐα (σ.σ. Βραζιλία), να ζήσει λίγο τίμια, ρε παιδί μου, λίγο ελεύθερα. Εκεί, γνωρίζει την ανθρωπολόγο Τζολίν, η οποία θα τον πάρει μαζί της σε ένα ταξίδι στον Αμαζόνιο, με σκοπό να μελετήσει τη μυστηριώδη φυλή των Pernilongo. Οι δύο τους, λοιπόν, και με τη συνοδεία του ελαφρώς ιδιόρρυθμου καθηγητή ανθρωπολογίας Queequeg, θα συναντήσουν τους κατοίκους της φυλής και θα γνωρίσουν, από πρώτο χέρι, το μυστικό τους: Το παραισθησιογόνο γιασεμί τζασμινέιρο, το οποίο ξεγυμνώνει την αλήθεια γύρω σου, σπρώχνοντάς σε να βουτήξεις στα άδυτα της ψυχής σου. Κάτι σαν LSD με κριτική διάθεση, θα το περιέγραφα, για όσους δεν έχουν διαβάσει το comic.
Η εμπειρία του τζασμινέιρο οδηγεί τον Θοδωρή να καταστρώσει ένα σχέδιο, και οι τρεις τους βάζουν πλώρη για Αθήνα, όπου απαγάγουν τρία διεφθαρμένα καθάρματα, από τα πλέον υπαίτια για το σάπισμα της Ελλάδας: Μία σιχαμένη δικηγόρο, ένα δημαγωγό και παιδόφιλο υπουργό, και ένα μέλος βασιλικής οικογένειας που πρόκειται να αγοράσει την Ακρόπολη. Τί τους κάνουν; Τους περικυκλώνουν με πίνακες που θα τους ταρακουνήσουν, τους ποτίζουν με το παραισθησιογόνο γιασεμί και τους αφήνουν να γευτούν την αισχρότητά τους, πιστεύοντας πως οι αμαρτωλοί θα μετανοήσουν. Βέβαια, τα πράγματα δεν εξελίσσονται τόσο απλά όσο τα περιμένουν, αλλά νομίζω πως είπα αρκετά. H συνέχεια στους κινηματογράφους.
Το story μου άρεσε. Ανταποκρίνεται πλήρως στην Ελλάδα του σήμερα, και θίγει θέματα που λίγο έως (πάρα) πολύ, μας τρώνε όλους. Είναι πρωτότυπο και δεν του λείπουν ούτε οι ανατροπές, ούτε οι εκπλήξεις.
Το βρήκα, όμως, φλύαρο. Ο χώρος που καταλαμβάνει το κείμενο σε κάθε σελίδα είναι πολύς. Και εάν επρόκειτο για απλές συζητήσεις, δε θα άνοιγα καν το θέμα, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γερή δόση φιλοσοφικών απόψεων, καθώς και μπόλικα αποσπάσματα από το MOBY DICK. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται δεν είναι και η απλούστερη και χρειάζεται λίγη ώρα να την επεξεργαστείς. Όσο για τα αποσπάσματα, δεν ήταν ούτε μία, ούτε δύο, οι φορές που δεν κατάλαβα τη σχέση τους με την ιστορία και δυσκολεύτηκα να ακολουθήσω τους συνειρμούς του writer. Έτσι, κομμάτια που ήταν πραγματικά πολύ εύστοχα και κατανοητά, χάνονταν μέσα στο πλήθος όλων των υπολοίπων, εκεί που το μάτι πηδούσε λέξεις και προτάσεις, ψάχνοντας κάτι λιγότερο θεωρητικό, κάτι που να προάγει δράση. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως κάποιος που έχει όρεξη για φιλοσοφία σε pure μορφή, κάποιος που ίσως έχει διαβάσει περισσότερο από ό,τι εγώ, κάποιος που αγαπάει το MOBY DICK, να το απολαύσει. Όμως, προσωπικά, προτιμώ το comic να αφήνει την εικόνα να μιλήσει, και το κείμενο να μη μου δίνει παρά την ελάχιστη απαραίτητη σπρωξιά που χρειάζεται, για να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα από ό,τι διαβάζω. Να μην είναι φιλοσοφία κονσερβοποιημένη, έτοιμη, δοσμένη στο πιάτο.
Όσον αφορά στο σχέδιο, υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις. Ορισμένα panels είναι πανέμορφα. Ωραία γραμμή, ποιητικά χρώματα, ενδιαφέρον καδράρισμα. Κάποια άλλα ενοχλούν το μάτι. Η γραμμή, αυτή τη φορά, είναι υπερβολικά ελεύθερη, τα χρώματα σκορπισμένα άτσαλα, η οπτική γωνία, αδιάφορη. Μεγάλο μέρος του comic είναι ασπρόμαυρο, μια ωραία και ξεκούραστη νότα, ανάμεσα στην έντονη παλέτα που χρησιμοποιείται στις υπόλοιπες σελίδες. Το γενικότερο σύνολο δείχνει πως ο Μπαργιώτας ψάχνεται ακόμα, δοκιμάζοντας διάφορα στιλ. Είναι επίσης διασκεδαστικό και κάπως γλυκό, να παρατηρείς την τρομερή εξέλιξη που έχει το comic από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.
Σου ξυπνάει συναισθήματα, πάντως. Ακολουθείς τους ήρωες, ενώ επιτίθενται στα καθάρματα, που κι εμείς θα θέλαμε να απαγάγουμε και να βρίσουμε, τους ακολουθείς στο ρομαντικό ταξίδι τους στον Αμαζόνιο, τους ακολουθείς στην απελπισία τους, για την κατάσταση που ζούμε. Ποτέ άλλοτε η φράση “η ιστορία και οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται σε αυτό το κόμικς είναι προϊόν της φαντασίας του δημιουργού”, δεν ήταν πιο “ανειλικρινής”.
Κλείνοντας, πρέπει να αναφέρω πως ο Θοδωρής Μπαργιώτας υπήρξε δικηγόρος, που αποφάσισε να μετανοήσει και να στραφεί στον χώρο των comics. Ξέρω πως οι δικηγόροι είναι χρήσιμοι και απαραίτητοι, αλλά οι κομίστες, που είτε ασκούν μια κριτική σε όσα συμβαίνουν, είτε μας κάνουν να γελάμε, είναι πιο αναγκαίοι, θαρρώ. Στρατολογήσαμε ακόμη έναν στον κόσμο μας, λοιπόν! Ακόμη και αν το PERILONGO με κούρασε σε αρκετά σημεία, θα περιμένω το επόμενο comic του δημιουργού, το οποίο ελπίζω να μην έχει τόσα “ξένα” στοιχεία και να είναι περισσότερο μέσα στο πνεύμα των comics. Ένα δυνατό story δεν έχει ανάγκη από κανένα MOBY DICK, ως δεκανίκι, για να στηριχτεί. Άλλωστε, όποιος χρησιμοποιεί δεκανίκια εκεί που δεν τα χρειάζεται, δεν καταφέρνει, παρά να πηγαίνει πιο αργά.