ALL-NEW X-MEN #1
Writer: Brian Michael Bendis
Artist: Stuart Immonen
Marvel Comics
SPOILER ALERT! Το παρόν άρθρο ενδέχεται να περιέχει spoilers για το comic. Αν σκοπεύετε να διαβάσετε το comic και δεν θέλετε να σας αποκαλυφθούν γεγονότα και καταστάσεις, συνεχίστε εδώ.
Πραγματικά έσπασα το κεφάλι μου να βρω έναν τρόπο να μιλήσω για αυτή την τόσο σημαντική κυκλοφορία, χωρίς να γράψω ένα review γεμάτο spoilers. Τελικά αυτό κατέστη αδύνατο για δύο λόγους: ο ένας αφορά στο ότι αρκετές από τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις μου έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με στοιχεία της πλοκής. Ο άλλος απαντάει στην πολύχρονη και – λόγω ιδιοσυγκρασίας – προσωπική σχέση που συχνά τείνω να αναπτύσσω με κάποιους χαρακτήρες όπως οι X-Men. Η σχέση αυτή με δυσκολεύει στο να περιοριστώ σε μια γενικόλογη και ασαφή καταγραφή των θετικών, αλλά και των κακώς κειμένων αυτού του πρώτου τεύχους.
Καταρχάς, σε ό,τι αφορά στον τίτλο, πολύ συζήτηση χωράει για το κατά πόσο το “All-New” είναι ταιριαστό με το συγκεκριμένο concept. Κι αυτό, γιατί δεν μιλάμε για τον ερχομό νέων χαρακτήρων, αλλά για το ταξίδι στο χρόνο της πρώτης ομάδας που στρατολόγησε ο Xavier. Storywise, ο τίτλος είναι off. Marketing-wise, όμως, εξυπηρετεί απόλυτα τα σχέδια της Marvel, και, ως γνωστόν, προτεραιότητα της εταιρίας έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να είναι το πρώτο. Αντιθέτως, αν θέλουμε να δούμε την ιδέα του ερχομού των original X-Men στο παρόν του Marvel Universe, απαλλαγμένοι από τη σχεδόν αναπόφευκτα αντανακλαστική σκέψη του “μα πώς τους ήρθε αυτό τώρα;”, αυτή δεν θα είχε νόημα παρά να κριθεί εκ του αποτελέσματος. Όπως συμβαίνει με όλα τα “ιδιαίτερα” concepts, οι πιθανότητες να προκύψει μια ξεχωριστή ιστορία είναι εξίσου πολλές με εκείνες του να βρεθούμε απέναντι σε ένα τραγέλαφο που όλοι θα θέλαμε να ξεχάσουμε.
Έχοντας καταλήξει στο ότι ο Bendis είναι ένας σεναριογράφος που έχει συχνά – εξαιρετικής δυναμικής – ιδέες (των οποίων, όμως, πάσχει η εκτέλεση), προσέγγισα με επιφύλαξη το πρώτο τεύχος του ALL-NEW X-MEN. Όπως αποδείχτηκε, όμως, ένα μέρος αυτών των επιφυλάξεων ήταν αβάσιμο. Για παράδειγμα, αντίθετα με ό,τι δικαιολογημένα περιμένει κανείς από τον εν λόγω σεναριογράφο, η ιστορία δεν ήταν decompressed. Αν και ουσιαστικά επρόκειτο για set up, το τεύχος ήταν χορταστικότατο σε επίπεδο συμβάντων.
Με νέους μεταλλαγμένους να έχουν κάνει την εμφάνισή τους για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο Cyclops και οι λοιποί “ακραίοι” X-Μen που τον ακολουθούν, στρατολογούν την επόμενη γενιά, ενώ στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι X-Men του Jean Grey School For Higher Learning, αναρωτιούνται αν θα πρέπει να κινηθούν ενάντια στους τέως συντρόφους τους ή όχι. Ο Beast, αντιλαμβανομένος το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι σχέσεις των μεταλλαγμένων μετά την ακόμη βαθύτερη, πρόσφατη διχοτόμηση, αλλά και βρισκόμενος ο ίδιος μπροστά σε μία ακόμη μετάλλαξη, που – όπως αφήνει να εννοηθεί – είναι πολύ πιθανό να τον σκοτώσει, γυρίζει στο παρελθόν για να βρει τους original X-Men και να ζητήσει από τον Cyclops να τον ακολουθήσει στο “παρόν”. Στόχος του Beast είναι να συνετίσει ο Scott τον μελλοντικό εαυτό του, σε σχέση με τον καταστροφική πορεία που ακολουθεί.
Η παραπάνω ιστορία δεν εκτυλίσσεται χωρίς προβλήματα. Καταρχάς, η απουσία του Wolverine είναι μέχρι στιγμής εντελώς αδικαιολόγητη, ενώ πουθενά δεν φαίνεται το πώς φτάνει ο Beast στο παρελθόν. Το τελευταίο, μάλιστα, εγείρει και ένα ακόμη σημαντικό ερώτημα: Αν παραδεχτούμε ότι η χρήση της Phoenix Force ήταν επισφαλής και εγκληματικά ανεύθυνη από την πλευρά του Cyclops, εξίσου εγκληματικά ανεύθυνο δεν είναι και ένα χωροχρονικό ταξίδι στα χέρια ενός και μόνο μεταλλαγμένου;
Επιπλέον είναι εντελώς out of character να βάζεις έναν ήρωα που έχει εξελιχθεί εδώ και χρόνια στον σόφρωνα (αν όχι σοφό) βετεράνο της ομάδας, να κάνει κάτι τόσο παρακινδυνευμένο και, μάλιστα, εν αγνοία των συντρόφων του…
Η παρατήρηση ότι ο χαρακτήρας του Beast παρουσιάζεται ανακόλουθος, είναι μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος: Οι υπόλοιποι X-Men που εμφανίζονται (Kitty Pryde, Iceman, Storm) δεν έχουν καν διακριτές φωνές, ένα πρόβλημα που μοιάζει να ακολουθεί τον Bendis στο σύνολο των ιστοριών του, είτε τώρα είτε όταν έγραφε τους Avengers.
Ένα ακόμη σεναριακό ατόπημα που εντόπισα, αφορά στη σκηνή όπου ο Beast συναντάει τον παρελθοντικό εαυτό του, καθώς και τους υπόλοιπους originals. Η – σχεδόν απαθής – αντίδρασή τους απέναντι στον τερατόμορφο άγνωστο που βρίσκεται ξαφνικά μπροστά τους μέσα στη Σχολή, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, ρεαλιστική.
Για να μην γκρινιάζω όμως μόνο, υπάρχουν και θετικά: Από τις πρώτες σελίδες, ο Bendis καθιστά σαφές στον αναγνώστη το πού στέκεται η κάθε ομάδα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα (χωρίς τη χρήση flashbacks), ενώ οι ικανότητες των δύο νέων μεταλλαγμένων που κάνουν εδώ το ντεμπούτο τους έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο ως δυνάμεις, όσο και για το γεγονός ότι οι κάτοχοί τους προσεγγίζονται από την ομάδα του μιλιταριστή Cyclops. Ο τελευταίος, μάλιστα, θυμίζει περισσότερο τον εαυτό του πριν την “εμβάπτισή” του ως ημί-τρελου villain με ψευδαισθήσεις μεγαλείου στο AVENGERS VS. X-MEN, κι αυτό ήταν μια ευχάριστη εξέλιξη για την ιστορία (υπάρχει, βέβαια, πάντα και το geek κίνημα του “Cyclops was right” που σίγουρα θα διαφωνήσει με τον ως άνω χαρακτηρισμό που του αποδίδω).
Τέλος, παρότι, όπως είπα πριν, η σκηνή με τον Beast στο παρελθόν έχει τα προβλήματά της, ήταν εξαιρετικό το touch της λακωνικής αναγνώρισης του παρελθοντικού χαρακτήρα για τον μελλοντικό εαυτό του.
Σχετικά μοιρασμένα σε θετικά και αρνητικά (ΟΚ, ίσως να υπερτερούν τα πρώτα) είναι τα πράγματα και με το σχέδιο του Stuart Immonen. Στα υπέρ είναι αναμφίβολα η εκφραστικότητα των προσώπων και το δυναμικό στιλ του (με αποκορύφωμα την εξαιρετική πρώτη σκηνή με τον Beast, αλλά και εκείνη με την εκδήλωση των δυνάμεων της πρωτοεμφανιζόμενης Eva), ενώ εν γένει το σχέδιό του είναι ένα – χάρμα οφθαλμών – αμάλγαμα συμβατικής καθαρότητας και μιας ανεπαίσθητα ενήλικης οπτικής, που ενισχύεται τόσο από τα μελάνια του Wade von Grawbadger, όσο και από τους σκοτεινούς χρωματισμούς του Marte Garcia.
Μιλώντας, τώρα, για τις σχεδιαστικές αστοχίες, νομίζω ότι αυτό που με ενόχλησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δεν αφορά στον ίδιο το σχεδιαστή, αλλά σε ένα τραγικό λάθος που υπέπεσε όλο το X-Office: Πώς είναι δυνατόν οι original X-Men να παρουσιάζονται με αμφίεση και styling 60’s, όταν είναι ζήτημα αν στο Marvel Universe έχουν περάσει καμιά 10ρια χρόνια από εκείνη την εποχή; Η συγκεκριμένη επιλογή όχι μόνο στερεί κάθε αληθοφάνεια από την ιστορία, αλλά ακυρώνει και το retelling του X-MEN: FIRST CLASS, του οποίου στόχος ήταν να εκσυγχρονίσει την εικόνα των πρώτων X-Men, ώστε να μην υπάρχει αυτό το χρονικό παράδοξο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Marvel αυτοαναιρείται και πιθανότατα δεν θα είναι και η τελευταία.
Επιπλέον σχεδιαστικές αστοχίες που παρατήρησα; Η απεικόνιση του σύγχρονου Iceman είναι μάλλον αστεία, ενώ κάποιες φορές οι γυναικείες μορφές που σχεδιάζει ο Immonen είναι υπερβολικά σωματώδεις, συγκρινόμενες με τις αντρικές μορφές που τις πλαισιώνουν. Τέλος, πρόσεξα και κάτι που δεν είμαι βέβαιος αν είναι λάθος του colorist ή αν υπονοεί κάτι άλλο: Την πρωτοεμφανιζόμενη Eva, που ανέφερα και παραπάνω, τη βλέπουμε στην αρχή με καστανά μαλλιά και μετά την εμφάνιση των δυνάμεών της, καταλήγει με μαύρα. Αν είναι λάθος, πάντως, σε κάνει να απορείς που δεν το πρόσεξε κανείς…
Ξεκίνησα αυτό το review, γράφοντας το πόσο αταίριαστος είναι ο τίτλος με το concept της σειράς και τώρα το ολοκληρώνω με το συμπέρασμα ότι και ως αίσθηση το ALL-NEW X-MEN δε βγάζει τίποτα “καινούργιο”. Σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι original X-Men, βλέποντας τη μελλοντική εξέλιξή τους (και περισσότερο από όλους η Jean Grey και ο Scott Summers), πέρα από αυτό, όμως, το ALL-NEW X-MEN θα μπορούσε να είναι το επόμενο volume μιας ακόμη μεταλλαγμένης σειράς (με ή χωρίς το επίθετο UNCANNY). Ενδιαφέρουσα αρχή, αλλά σε καμία περίπτωση jaw-dropping, ακόμη κι αν παραβλέψεις τα προβλήματά της.