SULLIVAN’S SLUGGERS
Writer: Mark Andrew Smith
Artist: James Stokoe
Self Published
Αγαπάμε τα τζάμπα πράγματα. Ας αρχίσω με ένα καλούδι, λοιπόν. Πριν πω οτιδήποτε, μπορείτε να πάτε σε αυτή τη σελιδούλα και να κατεβάσετε τα δύο πρώτα τεύχη του SULLIVAN’S SLUGGERS. Ακόμη και να μη σας αρέσει το baseball ή τα τέρατα, συνιστώ ανεπιφύλακτα να το κάνετε. Έστω από περιέργεια για το πάντρεμά τους, έτσι όπως το κάνει ο Smith (που τον ξέρετε από το POPGUN φαντάζομαι). Ίσως και από περιέργεια για την οπτικοποίηση του παντρέματος από τον Stokoe (που τον ξέρετε από το WONTON SOUP ή το ORC STAIN). Τώρα που έχετε ένα καλούδι, και θα μπορείτε να το έχετε ως τις 13 Μαρτίου γι’ αυτό βιαστείτε, ας ξεκινήσουμε.
Το SULLIVAN’S SLUGGERS ξεκίνησε ως Kickstarter project τον Μάιο και έφτασε στον στόχο των 6,000 δολαρίων τον Ιούνιο. Σίγουρα καλό. Βέβαια, τώρα έχει φτάσει στα 97,626 δολάρια και συνεχίζει, καθώς η ανταπόκριση άλλαξε τη μορφή του τελικού προϊόντος ξανά και ξανά. O Smith, σε ένα ντελίριο ευτυχίας, ανανέωνε τα δωράκια των χρηματοδοτών, μέχρι που καταλήξαμε σε μία τελική μορφή ενός hardcover βιβλίου 200 σελίδων. Αυτό από τη μία είναι καλό, όπως καλό είναι και το ότι η υπερανταπόκριση οδήγησε σε φιλανθρωπίες, καθώς και σε μία αλυσίδα από εξτρά προσφορές. Ο Smith προώθησε την καμπάνια μέχρι τέλους. Από την άλλη, κάποια θέματα που υπήρξαν με τις παραδόσεις για τους πρώτους που στήριξαν το project, καθώς και η συνεχής ανανέωση των δώρων που δημιούργησε φαντάζομαι ένα αίσθημα αδικίας, οδήγησε σε αρκετή γκρίνια. Δεν μπορώ να ξέρω αν υπάρχει σαφές πταίσμα στην περίπτωση, αν και διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο εδώ. Ξέρω, πάντως, πως από τη στιγμή που το ανακάλυψα μπορούσα να κατεβάσω νόμιμα μια πρώτη γεύση, και από αυτή την άποψη, είμαι ευχαριστημένη, αν και το όλο πράγμα είναι λίγο στενάχωρο. Oh well…
Baseball και τέρατα. Από τέρατα ξέρω κάμποσα, κυρίως πως όπου εμφανίζονται χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Για το πρώτο ξέρω ελάχιστα πρέπει να παραδεχτώ. Ένας τόνος Αμερικάνικων ταινιών μου άφησε μία χαλαρή εντύπωση για το πώς παίζεται το άθλημα. Γενικά, τρέχουν γύρω από ένα τετράγωνο διάφοροι τύποι μέχρι που κάποια στιγμή φτάνουμε στην κορύφωση της τελευταίας μπαλιάς που πρέπει να χτυπήσει ο ήρωας για να νικήσουμε. Κοντινό στο ρόπαλο, κοντινό στο ελαφρώς ιδρωμένο μέτωπο του παίκτη, η μπάλα φεύγει σε slow motion και μετά κάποιο συμπέρασμα για τη ζωή και τον κόσμο γενικά, όσο οι κερκίδες σείονται και κερδίζουμε το κορίτσι. Αυτά μου έμαθαν οι ταινίες των Κυριακάτικων μεσημεριανών, όταν ήμουν μικρή τουλάχιστον.
Φοβόμουν λίγο πως θα το πηγαίναμε κάπως έτσι, αλλά η ιστορία είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, πριν ακόμη εμφανιστούν τα τέρατα – και λέω τέρατα γιατί δεν υπάρχει ειδικότερη λέξη. Είναι τα τέρατα όπως τα αντιλαμβάνεσαι στα εφτά. Μεγάλα, άσχημα, γλοιώδη τρομακτικά τέρατα. Πολύ το χάρηκα, πρέπει να πω.
Η ιστορία, λοιπόν. Βετεράνος προπονητής του αγαπημένου αμερικάνικου αθλήματος διανύει τα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Μετά από μία λαμπρή πορεία, ένα σκοτεινό συμβάν το ’76, που περιλάμβανε ένα γάντι και βαζελίνη (νιώθω την ανάγκη να πω πως πρόκειται για γάντι του baseball), ο Sullivan είναι πλέον ξεπεσμένος ήρωας. Παρίας στην ίδια του την πόλη, χωρίς καριέρα και γυναίκα, με μοναδικούς φίλους τους εξίσου ξεπερασμένους παίκτες της κάποτε ιστορικής ομάδας του. Περνάει τις μέρες του ταξιδεύοντας με το λεωφορείο τους από πόλη σε πόλη για τους τοπικούς αγώνες και τις νύχτες του στο εκάστοτε bar, όπου και μεθά μέχρι να έρθει η ώρα για το απαραίτητο bar fight. Συμπαθέστατος μου φάνηκε.
Μόνη καινούρια προσθήκη, ο απόλυτα νέος, ατσαλάκωτος, με το κεφάλι του στα ουράνια πιτσιρικάς που προσπαθεί να ανελιχθεί στο hall of fame. Δύσκολο πράγμα, ειδικά όταν πρέπει να προσπαθεί άλλο τόσο για να κρατάει τους συμπαίκτες του νηφάλιους, και το όνειρό του ζωντανό ενώ βλέπει ήδη την καμπή. Το μέλλον του αρχίζει και διαγράφεται λαμπρό, καθώς ο προπονητής φροντίζει να εξασφαλίσει έναν talent scout που θα παρακολουθήσει τον επόμενο αγώνα τους. Μέχρι εδώ, όλα καλά, έχουμε όλα τα υλικά για μία χαριτωμένη ιστορία, με καλούς χαρακτήρες – πάνω-κάτω γράφεται από μόνη της. Κι ύστερα φτάσαμε στην πόλη, είδαμε κάποια περίεργα πράγματα που αποδώσαμε στο ποτό ή σε διάφορα ψυχοτρόπα και ξεκίνησε ο αγώνας.
Χωρίς καμία εξήγηση (αλλά με μπόλικα προμηνύματα) κι ενώ ο αγώνας εξελίσσεται, η δύση του ήλιου μετατρέπει όλους τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας σε *παιδική φωνή εδώ* “Τέρατα!”. Αυτούς και κάμποσους από τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Κι εκεί αρχίζει το καλό. Δεν ξέρω αν σας αρέσει το λεπτομερές σχέδιο, αλλά ο Sokoe δίνει ρέστα, χωρίς να λυπάται φολίδες, λέπια, εξογκώματα και αρθρώσεις που υποψιάζεσαι πως δεν υπάρχουν στη φύση. Εδώ η ιστορία κάνει δύο βήματα πίσω και αφήνει άπλετο χώρο για ξύλο και μετά λίγο παραπάνω ξύλο. Ο Sullivan γαβγίζει οδηγίες, αρκετά όπως θα τις γάβγιζε στη διάρκεια ενός αγώνα, και οι παίκτες συμμορφώνονται άμεσα. Θα ήθελα ιδιαίτερα πολύ να μάθω την προέλευσή των εχθρών, αλλά ειλικρινά ξεχάστηκα χαζεύοντας τη μάχη. Ξυπνάει το παιδί μέσα σου. Ειδικά αφότου εξοπλίζονται οι παίκτες, μετά τον γενικότερο χαμό, και πάνε για εξερεύνηση.
Το γενικότερο αίσθημα που μου δίνει το SULLIVAN’S SLUGGERS είναι της παλιάς καλής διασκέδασης. Σε σέβεται σαν αναγνώστη, σου λέει την ιστορία όμορφα και μετά σε σέβεται και σαν αναγνώστη και σου δίνει και τη δράση όμορφα. Εντάξει, ίσως το όμορφα να μην είναι η σωστή λέξη. Αλλά από την άλλη, samurai sword vs horrible monsters. Χαρούλες. Ελπίζω απλά η εξέλιξη του να είναι εξίσου καλή, αν όχι καλύτερη.