CHIMNEYSPEAK [E-STRIP JOINT #6 – NSFW]
Που λέτε, ξέμεινα από ελληνικά comics (σχεδόν) κι έτσι έπρεπε να στραφώ στην άλλη πηγή εύκολης αναγνωστικής ικανοποίησης της τρέχουσας περιόδου, το internet. Tη στιγμή που γράφω το παρόν κείμενο, είναι ξημερώματα, μία μέρα μετά την τελική παρουσίαση στη Σχολή Αφηγηματικής Τέχνης, οπότε αν είναι το κείμενο λίγο wonky, bear with me (αρκουδιάστε μαζί μου – ωπ, να και το ηλίθιο translation χιούμορ).
Τέλος πάντων, προσπερνάμε εν τάχει τα παραπάνω, διότι έχουμε σημαντικότερα πράγματα με τα οποία να ασχοληθούμε – κοινώς, βυζιά, κώλους και ξύλο. Να’ ναι Conan-clone fantasy; Να είναι κάποιο manga ή anime; Όοοοχι, είναι το CHIMNEYSPEAK, το βικτοριανών πεποιθήσεων webcomic του Jack Cayless.
Η ιστορία μας ξεκινάει στο Whitechapel, αυτή τη χαριτωμένη, γραφική γειτονιά του Λονδίνου, γεμάτη καπηλειά, τεϊοποτεία όπιου και πορνεία, όπου έδρασε ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης (μεταξύ άλλων).
“Ήρωάς” μας είναι ο 45χρονος Elgwood “Elgie” Piddlbottom, ένας μικροσκοπικός φονιάς, πρώην κλέφτης και στρατιωτικός στο Αφγανιστάν της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο Elgie δουλεύει ως “ασφάλεια” στο πορνείο της Alice McKenzie και γενικότερα για το (καθαρά φανταστικό) Working Girls Union, του οποίου ηγείται η ίδια. Ο Elgie πνίγεται από τους προσωπικούς του εφιάλτες και τα ουρλιαχτά των πάμπολλων θυμάτων του, τα οποία καταφέρνει και πνίγει μόνο όταν έχει τρυπώσει στον πάτο ενός μπουκαλιού από αψέντι (και εννοώ εκείνο που σε τρελαίνει, όχι το ζαχαρούχο πετρέλαιο που βρίσκεις σήμερα στα μπαρ).
Ως αντάλλαγμα, σε αντίθεση με όλους τους άλλους που έχουν πάρε-δώσε με την Alice, ο Elgie το μόνο που θέλει είναι μια γυναίκα με μεγάλα στήθη, κοντά στην οποία κουλουριάζεται για να ξαναβρεί φευγαλέα τη γαλήνη της μητρικής αγκαλιάς.
Η σχέση του με την Alice καταρρέει όταν συνειδητοποιεί ότι η Alice διακινεί και παιδιά, με την κυνική λογική ότι, αν τα άφηνε εκεί που τα έβρισκε, θα κατέληγαν ίδια και χειρότερα ή απλώς νεκρά. Από αυτό το σημείο ξεκινά μια αλληλουχία έρευνας, παραπλάνησης, υποκρισίας και τελικά προσπαθειών αλληλοεξόντωσης.
Εδώ τώρα υπεισέρχονται διάφοροι άλλοι “παίκτες” στο δράμα μας (πάντοτε με έντονο, explicit σεξουαλικό φόντο), όπως η ψυχωτική Chelsea Grinn, μια Υποκόμισσα που έχει βάλει στόχο να πάρει τον βρετανικό θρόνο και η οποία απλά δεν λέει να πεθάνει, ακόμα και στα χέρια του Elgie, με αποτέλεσμα να γυρίζει κάθε γωνιά του γνωστού κόσμου, αφήνοντας πίσω της βουνά από πτώματα και συλλέγοντας στο κορμί της τη μια φρικτή ουλή μετά την άλλη.
Μια άλλη φιγούρα, είναι η Alina “Suka” Perovskaya, η νεαρή αρχηγός της Ρωσικής Μαφίας στο Λονδίνο και σφόδρα ερωτευμένη με την Alice (το οποίο δεν παραλείπει ποτέ να της αποδεικνύει πολύ πρακτικά). Όταν ο Elgie διαφεύγει από την Alice, εκείνη προσλαμβάνει την Alina και τα μέλη της συμμορίας της για προστασία.
Τέλος, έχουμε τα απομεινάρια του Highlanders Regiment, μερικοί εκ των οποίων είναι παλιοί συμπολεμιστές του Elgie, όλοι σχεδόν τον θέλουν νεκρό, αλλά πρώτα και κύρια θέλουν να σκοτώσουν τη μανιακή Chelsea Grinn.
Με αυτά τα βασικά πρόσωπα και μερικά ακόμα περιφερειακά, εξελίσσεται η ιστορία, συνήθως βίαια, με συχνά απρόοπτα και πάντοτε με άφθονο σεξ, παρόλο που αυτό δεν υπεισέρχεται σε άσχετες στιγμές της πλοκής. Ο κόσμος του Chimneyspeak είναι σκοτεινός, γεμάτος βία και απελπισία, κάτι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με το έντονα καρτουνίστικο, ψευδο-manga σχέδιό του και τα ζωηρά του χρώματα.
Υπάρχει ένα πλούσιο archive τριών ετών και κάτι, με στόχο να ολοκληρωθεί φέτος η ιστορία και μάλιστα πολύ σύντομα. Η βασική πλοκή συνεπικουρείται από τα πολυάριθμα “Penny Dreadfuls” (ονομασία δανεισμένη από τα εβδομαδιαία pulps του 19ου αιώνα) του Cayless, στην πλειοψηφία τους “πληρωτικά”. Αυτά περιλαμβάνουν είτε μικρά back-stories ορισμένων χαρακτήρων, είτε φωτίζουν κάποια πτυχή της πλοκής, που ωστόσο δεν είναι αναγκαία, ή απλώς αποτελούν συχνά την ιστορία και τα… κατορθώματα διαφόρων εικονικών “εργαζομένων” στο πορνείο της Alice (όπως η Shark Girl, που τα κάνει όλα και συμφέρει, πλην στοματικού, προς αποφυγήν ατυχημάτων).
Εν ολίγοις, το CHIMNEYSPEAK δεν είναι κανένα αριστούργημα, αλλά είναι γραμμένο με ίσες δόσεις μαυρίλας, χιούμορ, δράσης και σεξ (ανέφερα το σεξ;), ώστε να αποτελεί ένα μικρό guilty pleasure που δεν είναι τελικά και τόσο guilty και το οποίο, αν μπορέσετε να συνηθίσετε το σχέδιο, νομίζω θα σας διασκεδάσει.