FIRST TIME EVER: CONCRETE

concrete1CONCRETE: COMPLETE SHORT STORIES 1986-1989
Writer/ Artist: Paul Chadwick
Dark Horse

Γίνεται υπερήρωας χωρίς υπερδυνάμεις; Εύκολο! Βεβαίως και γίνεται. Δεν κάνουν οι υπερδυνάμεις τον υπερήρωα, αυτό το ξέρει και ένα παιδί. Στο FIRST TIME EVER αυτής της εβδομάδας, το CONCRETE καταπιάνεται με ένα άλλο φλέγον ερώτημα: αν κάποιος έχει υπερδυνάμεις, τι επιλογές έχει, εκτός από το να αφιερώσει τη ζωή του στην μάχη (στην πλευρά της προτίμησής του); Τι είναι εν τέλει ένας άνθρωπος με υπερδυνάμεις, αν όχι υπερήρωας;

Η απάντηση που δίνεται μέσα από τις σύντομες ιστορίες του είναι πολύ απλή, φαντάζει σχεδόν αυτονόητη. Ένας άνθρωπος που ξαφνικά αποκτά υπερδυνάμεις είναι αναμφίβολα ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που ήταν και πριν. Ο Ronald Lithgow ήταν ένας απλός άνθρωπος, εντός των πραγμάτων, αλλά όσο μακρύτερα και πιο αποστασιοποιημένος από τους ανθρώπους του επιτρεπόταν, όταν απήχθη από εξωγήινους, οι οποίοι μετέφεραν το μυαλό του σε ένα τεράστιο τσιμεντένιο σώμα.

Μετά από αυτό το τυχαίο περιστατικό, τίποτα άλλο μεταφυσικό δεν συμβαίνει στη ζωή του πρωταγωνιστή. Δεν υπάρχουν εχθροί, τουλάχιστον όχι υπερδυνατοί, δεν υπάρχουν απαιτήσεις για ανδραγαθήματα από τον κόσμο, δεν υπάρχει καν ενδιαφέρον για αυτόν, πέρα από την νοσηρή περιέργεια που το κοινό φυλά για τους celebrities. Τον συνοδεύουν σχεδόν παντού ο Larry Munro, ο προσωπικός βοηθός του, αφού ο ίδιος δυσκολεύεται να κάνει πολλά απλά καθημερινά πράγματα, λόγω του άχαρου κορμιού του, και η Maureen Vonnegut, μια βιολόγος που είναι κοντά του για να τον μελετά και να τον φροντίζει, με την οποία ο Concrete δημιουργεί μια περίεργη σχέση, έναν ανεκπλήρωτο και αδιέξοδο έρωτα.

Concrete3Ο Chadwick δημιουργεί έναν πολύ πειστικό και ρεαλιστικό χαρακτήρα, ενός ανθρώπου που παγιδεύεται μέσα στον εαυτό του, εγκλωβίζεται στην προσοχή των άλλων και αδυνατεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τα θέλω του. Το ότι αυτός ο άνθρωπος τυχαίνει να μη μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί σε πολλά πράγματα, είναι επίκεντρο της προσοχής συχνά. Επίσης, το όιτι δεν έχει καν γεννητικά όργανα απλά επιδεινώνει κατά πολύ την κατάσταση του και διογκώνει τα προβλήματα, που είναι εμφανές ότι θα είχε έτσι κι αλλιώς.

Παρόλα αυτά, ο Concrete δεν παραιτείται, αλλά συνεχίζει να μάχεται για τους σκοπούς που πάντοτε τον συγκινούσαν, πέφτοντας θύμα, συχνά, της αδυναμίας του και του παιδικού του ενθουσιασμού. Aπλά εκεί που την μάχη άλλος θα έδινε βασιζόμενος στις ιδιαίτερες δυνάμεις του, ο Concrete, διατηρώντας  τις συνήθειες του παλιού του εαυτού, τη βασίζει στο λόγο και στην πειθώ του. Όπως και η στάση του Concrete απέναντι στην δύναμη του, η χρήση των εξωγήινων σαν εργαλείο της πλοκής, παρά σαν μέρος της, είναι από στοιχεία που κάνουν το CONCRETE να ξεχωρίζει. Στην πραγματικότητα, οι εξωγήινοι θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με όποιο άλλο τέχνασμα, επηρεάζοντας με την απουσία τους μόνο το ύφος της ιστορίας και όχι την πλοκή της.

Το σχέδιο του CONCRETE κινείται στα πλαίσια του κλασικού-ρεαλιστικού σχεδίου υπερηρωικού comic. Ό,τι λείπει στον ομώνυμο χαρακτήρα σε κομψότητα και εκφραστικότητα, αναπληρώνεται στις αντιδράσεις των γύρω του και αποτυπώνεται στις σκέψεις του (εξάλλου, ο Concrete αντιμετωπίζει δυσκολίες στην έκφραση του, μεγαλύτερες από αυτές που του θέτει το σώμα του). Πάντως, σε καμία περίπτωση η έλλειψη “εκφραστικότητας” του δεν τον κάνει λιγότερο ιδιαίτερο και εντυπωσιακό, από σχεδιαστικής άποψης.

Το CONCRETE μιλά για την αποξένωση, την αδυναμία διαχείρισης συναισθημάτων, τους αδιέξοδους έρωτες. Μιλάει για την ψευδαίσθηση του (υπέρ)ηρωισμού και μεταδίδει στον αναγνώστη την αποπνικτική αίσθηση του πρωταγωνιστή ότι βρίσκεται συνεχώς  – και ταυτόχρονα όχι αρκετά – στο επίκεντρο της προσοχής, ότι είναι επικίνδυνα παντοδύναμος και παράλληλα ανίκανος για το παραμικρό. Ένα εντελώς ενήλικο ανάγνωσμα που θα συγκινήσει με την ειλικρίνεια του, τους fans του υπερηρωικού είδους και όχι μόνο.