TOP 50 ARTISTS: 7. John Byrne
Βρίσκομαι σε μια αρκετά δύσκολη θέση, οφείλω να ομολογήσω. Είναι επειδή καλούμαι να συντάξω ένα κείμενο, ικανό να υποστηρίξει το γεγονός ότι ο John Byrne έφτασε σε μια τόσο υψηλή θέση στο φετινό μας Top. Θα μπορούσα άνετα να θεωρήσω ότι έχω κάνει το χρέος μου, παραθέτοντας μια σειρά από σχέδιά του, δίχως την ύπαρξη κειμένου, αφήνοντας τα να μιλήσουν μόνα τους. Αυτό, όμως, θα ήταν μια ιδιαίτερα τεμπέλικη κλεψιά, τόσο μεγάλη, ώστε το ξύπνημα της οργής των editors να ήταν αναπόφευκτο, με καταστροφικές συνέπειες, τόσο για τη δική μου υγεία (ψυχική και σωματική), όσο και για την ομαλή λειτουργία του ιστοτόπου μας.
Οπότε, θα πρέπει να περιοριστείτε, δυστυχώς, σε εμένα, έναν άνθρωπο που, στο μυαλό του, το όνομα του δημιουργού αυτού, συνδέεται άμεσα με κάποια από τα πιο όμορφα, καλοσχεδιασμένα και εντυπωσιακά comics της δεκαετίας του ’80, δίχως όμως να μένουν παραπονεμένες κάποια από τις υπόλοιπες δεκαετίες. Πώς να μην γίνει αυτό, άλλωστε; Μια ματιά και μόνο στο βιογραφικό του Byrne, αρκεί για να καταλάβει κανείς τον όγκο και τη σπουδαιότητα του έργου του. Από το UNCANNY X-MEN, που τον ανέδειξε σε superstar στα τέλη των 70s, μέχρι τα FANTASTIC FOUR και SUPERMAN, που τον καθιέρωσαν ως μια εμβληματική παρουσία, τα χρόνια εκείνα ήταν τα πιο παραγωγικά για εκείνον. Δεν περιορίστηκε, όμως, μόνο σε αυτούς τους χαρακτήρες, αφού μια απλή απαρίθμηση όλων των τίτλων για τους οποίους έχει εργαστεί, είναι ικανή να γεμίσει μια ευτραφή παράγραφο από μόνη της. Πραγματικά, δεν νομίζω να μην υπάρχει κάποιος σημαντικός χαρακτήρας που να μην έχει αγγίξει ο Byrne, σε οποιοδήποτε δημιουργικό επίπεδο, έστω και με ένα εξώφυλλο, ή ένα ταπεινό pin-up.
Βέβαια, ο όγκος αυτός από μόνος του, δεν είναι – και ούτε θα έπρεπε να είναι – ικανός να κατατάξει οποιονδήποτε σχεδιαστή comics στους “μεγάλους”. Αυτό που πάντα με τράβαγε στο ύφος του σχεδίου του Byrne, είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών διαφορετικών στοιχειών, που δένουν αρμονικά. Γραμμές που δεν θέλουν να είναι ευθείες, εντυπωσιακό στήσιμο σελίδας, με ξεκάθαρο storytelling, και splash pages που λειτουργούν υπέροχα, ειδικά όταν είναι διπλά, φιγούρες ρευστές και ζωντανές, και, φυσικά, διάθεση για άφθονες λεπτομέρειες, που μπορεί να μοιάζουν περιττές, δίνουν όμως ένα επιπλέον βάρος στη σελίδα.
Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, τα comics του Byrne τα έβρισκα πάντα ελκυστικά, ικανά να με τραβήξουν σε κόσμους που ουδέποτε ήταν δυνατό να υπάρξουν, και που μοιάζουν αφάνταστα γοητευτικοί και πιστευτοί, σαν να κινούνται παράλληλα με τον δικό μας. Ένας συνδυασμός της μεγαλοπρέπειας και του μελοδράματος των Jack Kirby και Steve Ditko, με το πιο φυσικό και ρεαλιστικό ύφος του Neal Adams. Δυο προσεγγίσεις που μοιάζουν αντικρουόμενες, βρήκαν το ιδανικό χωνευτήρι στη πένα και την φαντασία αυτού του γεννημένου στη Μεγάλη Βρετανία δημιουργού, που μεγάλωσε στον Καναδά, αλλά “ρίζωσε” στις ΗΠΑ. Ενός ανθρώπου, που όταν, το 1962, έπεσε στα χέρια του το FANTASTIC FOUR #5, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από αυτό, παρ’ όλο που είχε ήδη διαβάσει αρκετά comics, που μοιάζει να αποφάσισε με την σειρά του να μεταδώσει τα συναισθήματα που ένιωσε από αυτό, μέσω του έργου του, σε άλλους ώστε να νιώσουν όπως εκείνος όταν ήταν παιδί.
Έζησε το Silver Age από κοντά, αγάπησε τους superheroes, τους κράτησε μέσα του και, τέλος, αποφάσισε να ανταποδώσει την αγάπη αυτή, προσθέτοντας το δικό του άγγιγμα στο μύθο τους. Ένα άγγιγμα που τον οδήγησε στην κορυφή, και που γέμισε της ζωές χιλιάδων ή και εκατομμυρίως αναγνωστών, με πολλές ώρες διαβάσματος και ταξιδιών στο απίθανο και αδύνατο.