TOP 50 ARTISTS: 3. Brian Bolland
Είμαι βέβαιος πως αρκετοί γεννηθέντες κατά τη δεκαετία του ’70 και του ’80 στην Ελλάδα ήρθαν πολύ νωρίς σε επαφή με το έργο του Brian Bolland, οι περισσότεροι δίχως να έχουν ιδέα ποιο είναι το χέρι πίσω από τις εικόνες του CAMELOT 3000 (και εδώ ένα δεύτερο άρθρο). To 1985, μόλις τρία χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία του από τη DC Comics, η Χαρλένικ Ελλάς Εκδοτική Εμπορική (η ίδια που έβγαζε και βγάζει ακόμα τα Άρλεκιν και τα Bell) εξέδωσε υπό το Star Comics imprint το πρώτο άλμπουμ της σειράς, η οποία ολοκληρώθηκε σε έξι συνέχειες.
Λίγα χρόνια αργότερα (1994), σε ηλικία 11 ετών και στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Αγγλία, έτυχε να πέσει στα χέρια μου μια δεύτερη δουλειά του Bolland, το KILLING JOKE (επίσης ένα δεύτερο άρθρο), το οποίο τότε μου είχε φανεί τόσο αλλόκοτο και βίαιο σε σχέση με τον Batman που ήξερα από τα cartoon της τηλεόρασης και την τηλεοπτική σειρά με τον Adam West, ώστε δεν ζήτησα από τους γονείς μου να μου το πάρουν.
Δεν αναφέρω αυτές τις ιστορίες απλά ως εισαγωγή ή επειδή έχω μια εμμονή με την καταγραφή του παρελθόντος (που έχω – άλλο όμως αυτό), όσο διότι οι δύο αυτοί τίτλοι αποτελούν τις μοναδικές μεγάλου μήκους δουλειές ενός δημιουργού που χαίρει τεράστιας αναγνώρισης.
Ο Bolland ξεκίνησε την πορεία του στα comics, αυτοεκδίδοντας και συνεισφέροντας στριπάκια σε μια πληθώρα από underground fanzines, ένα εκ των οποίων ήταν το “Little Nympho in Slumberland”, παρωδία του “Little Nemo in Slumberland”. Η καριέρα του όμως ξεκίνησε πραγματικά μετά το 1972, οπότε και παραβρέθηκε σε ένα φεστιβάλ comics στο Λονδίνο, όπου γνωρίστηκε με πολλούς από τους μετέπειτα Βρετανούς τιτάνες της βιομηχανίας, μεταξύ των οποίων ο Dave Gibbons.
Ο Bolland και ο Gibbons έγιναν επιστήθιοι φίλοι και, λίγο καιρό μετά την πρώτη τους αυτή συνάντηση, κλήθηκαν από την Bardon Press Features να σχεδιάσουν ένα comic για έκδοση στη Νιγηρία, με πρωταγωνιστή έναν Αφρικανό υπερήρωα. Έτσι δημιουργήθηκε το POWERMAN, του οποίου ο συνολικός όγκος κατέληξε να είναι γύρω στις 500 σελίδες, μοιρασμένες μεταξύ των δύο. Σημειωτέον, γράφοντας το παρόν κείμενο, έπεσα σε μια επαναλαμβανόμενη αναφορά πως το COMICS JOURNAL είχε κατηγορήσει τους δύο δημιουργούς ότι με το comic τους υποστήριζαν το apartheid – ωστόσο δεν κατάφερα να βρω άλλη σχετική αναφορά.
Η καριέρα του Bolland στα comics ξεκινάει πραγματικά το 1977, οπότε και άρχισε να δουλεύει στο νεότευκτο 2000AD και σε έναν νέο χαρακτήρα του John Wagner, τον Judge Dredd.
Μοιράστηκε τα καλλιτεχνικά καθήκοντα με τον Mike McMahon σε πολλές από τις πρώτες, χαρακτηριστικές ιστορίες του Dredd, όπως τα “Cursed Earth”, “The Day the Law Died”, “The Judge Child” και άλλα. Το χειμώνα του 1979-1980, σχεδίασε τα πρώτα τρία επεισόδια του “Judge Death”, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση του χαρακτήρα.
Σε αυτό το σημείο πια, ο Bolland έχει διαπιστώσει επανειλημμένα πόσο δύσκολο του είναι να κρατάει τους γρήγορους ρυθμούς των συνεργατών του και σταδιακά περιορίζεται να κάνει μονοσέλιδα, pin-ups και, φυσικά, εξώφυλλα. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’80 ολοκληρώνει τις δύο μεγάλες, προαναφερθείσες δουλειές του.
Από το 1980 αρχίζει να κάνει εξώφυλλα σχεδόν αποκλειστικά για τη DC και μερικά σκόρπια σε άλλες εταιρείες, συχνά αναλαμβάνοντας τα εξώφυλλα μιας ολόκληρης σειράς (όπως τα 63 τεύχη του ANIMAL MAN), σεζόν ή storyline. Οι τίτλοι είναι πάρα, πάρα πολλοί, ανάμεσα στους οποίους τα BATMAN: GOTHAM KNIGHTS, DIAL H, INVISIBLES και JACK OF FABLES).
Ο Bolland παραμένει μέχρι και σήμερα ένας από τους πιο περιζήτητους καλλιτέχνες στον χώρο των comics, παρόλο που οι editors γνωρίζουν ότι το πιθανότερο είναι να αρνηθεί να κάνει interior artwork. Πλέον έχει μεταφέρει το ανάγλυφο, καθαρό στιλ του από το μολύβι και το χαρτί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στον υπολογιστή, συνεχίζοντας να δημιουργεί κορυφαίο artwork.