EARTH 2: WORLD’S END #1-26
Writers: Daniel H. Wilson, Marguerite Bennett, Mike Johnson, Cullen Bunn
Artists: Scott McDaniel, Eddy Barrows, Eber Ferreira, Danny Miki, Jorge Jimenez κ.ά.
DC Comics
Earth 2 is dead! Long live Convergence! H εβδομαδιαία σειρά που μας αφηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της Earth 2 του New 52 Universe, έφτασε στο τέλος της, ανοίγοντας (και αυτή) το δρόμο προς το CONVERGENCE, το υπερ-διαφημισμένο event της DC, και, όπως αναμενόταν, το τέλος ήταν τουλάχιστον καταστροφικό. Άλλωστε, γνωρίζαμε πως η Earth 2 επρόκειτο να καταστραφεί – όχι μόνο από τον αρκετά εκδηλωτικό τίτλο, αλλά και από όσα μάθαμε, πριν καν ξεκινήσει η συγκεκριμένη σειρά, στο μηνιαίο EARTH 2.
Και, παρά το γεγονός ότι οι επαφές μου με τη σειρά EARTH 2 ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, σποραδικές, το WORLD’S END άσκησε μια μεγαλύτερη γοητεία πάνω μου. Στο κάτω-κάτω, πόσες φορές έχουμε την ευκαιρία να δούμε στα υπερηρωικά comics ολόκληρη τη Γη να καταστρέφεται, τεύχος με το τεύχος, και τους villains (αυτή τη φορά τον Darkseid, με ολόκληρες τις στρατιές του Apokolips) να θριαμβεύουν, σε τόσο μεγάλη έκταση;
Και το EARTH 2: WORLD’S END μπήκε κατευθείαν στο ζουμί, 26 εβδομάδες πριν, μεταφέροντάς μας εν μέσω της αρχικής επίθεσης του Apokolips στη Γη, χωρίς πολλά-πολλά. Ούτε γνωριμίες με τους χαρακτήρες είχαμε, ούτε establishing του άγνωστου-γνωστού κόσμου. Από την πρώτη στιγμή, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, αντιμετωπίζοντας τη μία απειλή μετά την άλλη.
Ο Flash (Jason Garrick), o Batman (Thomas Wayne), η Huntress (Helena Wayne), η Power Girl (Kara Zor-L), o Superman (Val-Zod), o Green Lantern (Alan Scott), o Jimmy Olsen, o Mister Miracle, ο Dick Grayson και πολλοί ακόμη χαρακτήρες, θα μπορούσαν να αποτελούν απλά κεφάλαια σε έναν οδηγό του Earth 2 (όσοι δεν κατέχουν τα του παράλληλου αυτού κόσμου, άλλωστε, θα χαθούν μέσα στο χάος, έως ότου συνηθίσουν γνωστές στολές σε άγνωστους ανθρώπους), αλλά εδώ παλεύουν να βρεθούν στο επίκεντρο της ιστορίας.
Και τα καταφέρνουν μια χαρά, μοιραζόμενοι τις σελίδες της σειράς, ο καθένας στο μέτωπο που του αναλογεί. Από τα έγκατα της Γης στα θέατρα του πολέμου σε όλον τον πλανήτη και από τη στρατόσφαιρα της Γης έως τα εδάφη του Apokolips, όλοι κατορθώνουν να αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο – τουλάχιστον στις σκηνές που τους αναλογούν. Και στο τέλος, όταν η καταστροφή φτάνει στην ολοκλήρωσή της, βρίσκονται όλοι μαζί, πολεμώντας το αναπόφευκτο. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, πρωταγωνιστούν στο CONVERGENCE #1, το επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας τους. Oι villains, από την άλλη, με αποκορύφωμα τον Darkseid, θεωρώ ότι μάλλον αδικήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά η ιστορία δεν αφορούσε αυτούς τους χαρακτήρες.
Τόσοι χαρακτήρες – και, μάλιστα, μέσα σε ένα σκηνικό εκρήξεων, μαχών, καταστροφών και θυμάτων – θα μπορούσαν να μπερδέψουν ακόμη και τον πλέον ενημερωμένο αναγνώστη. Αντίστοιχα, θα μπορούσαν να πρωταγωνιστούν σε μια κατακερματισμένη και χαοτική ιστορία, που μοιάζει να πέφτει θύμα της κάμερας ενός σχιζοφρενή σκηνοθέτη. Ο Daniel H. Wilson (γνωστός συγγραφέας science fiction), όμως, στη δεύτερή του μόλις απόπειρα στα comics, καταφέρνει να δέσει, με το γενικό plot του, κάθε σκηνή και κάθε κομμάτι – φυσικά, με τη βοήθεια ενός πλήθους σεναριογράφων, αλλά και σχεδιαστών. Ολόκληρη η ιστορία, λοιπόν, εμφανίζεται δεμένη, κι ας μεταφερόμαστε από μέρος σε μέρος και από πρωταγωνιστή σε πρωταγωνιστή κάθε μερικές σελίδες.
Το πλήθος σεναριογράφων, βέβαια, δε συγκρίνεται, σε καμία περίπτωση, με αυτό των σχεδιαστών. Κάθε subplot εικονογραφείται κι από διαφορετικό σχεδιαστή και κανείς τους δεν προσπαθεί (ούτε έχει λάβει τις οδηγίες) να αντιγράψει τον άλλον, ώστε να δώσει μια εικόνα ομοιογένειας. Βέβαια, κανείς δεν παρεκκλίνει από το γενικότερο feeling της σειράς, με αποτέλεσμα να βλέπουμε εικόνες παρόμοιες μεν, διαφορετικές δε. Για αυτό το feeling, όμως, έχουν το ίδιο σχεδόν μερίδιο ευθύνης και οι colorists, οι οποίοι έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά.
Η συνέπεια αυτή που παρουσιάζει (στο βαθμό που θα μπορούσε, βέβαια, μια τέτοια ιστορία) δεν παραμένει σε ολόκληρο το run του τίτλου. Πολλές φορές, οι φρενήρεις ρυθμοί της δράσης και οι συνεχείς εναλλαγές, αποσυντονίζουν τον αναγνώστη και κάποια σημεία της ιστορίας μοιάζουν κατακερματισμένα. Αυτό είναι πολύ περισσότερο εμφανές στο τελευταίο τεύχος, όπου εν μέσω της τελικής καταστροφής, πραγματικά έχασα τον μπούσουλα. Ποιος κατέληξε πού, ποιος σώθηκε και ποιος όχι, ποιο σχέδιο έκανε τι και σχετικές σημαντικές πληροφορίες, χάθηκαν μπροστά από τα μάτια μου, λες και διάβαζα ένα τεύχος που βιαζόταν ξαφνικά να κλείσει όλα τα subplots του, επειδή η σειρά ακυρώθηκε, ή στερήθηκε ένα ακόμη τεύχος. Και ούτε ο γενικότερος γρήγορος ρυθμός της σειράς μπόρεσε να με προετοιμάσει για αυτό.
Σε πολλά σημεία, βέβαια, το EARTH 2: WORLD’S END δε βοηθούσε και πολύ να το παρακολουθήσεις. Το γύρισμα των σελίδων προς τα πίσω έγινε αγαπημένη μου συνήθεια αυτές τις εβδομάδες, ενώ για πρώτη φορά εκτίμησα τόσο πολύ το γεγονός ότι επρόκειτο για μια εβδομαδιαία και όχι μηνιαία σειρά. Αν το EARTH 2: WORLD’S END κυκλοφορούσε μια φορά το μήνα, είμαι σίγουρος ότι θα έπρεπε κάθε φορά να ανατρέχω δύο με τρία τεύχη πίσω, για να θυμηθώ τι έγινε. Κάθε τεύχος, άλλωστε, έβαζε ένα ακόμη λιθαράκι στο μαυσωλείο του decompression (ο τάφος του είχε ήδη ολοκληρωθεί από το δεύτερο τεύχος), προχωρώντας τη δράση από panel σε panel.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που ολοκληρώθηκε, το EARTH 2: WORLD’S END παίζει ένα μεγαλύτερο ρόλο από το να μας σερβίρει απλά ένα ακόμη κεφάλαιο του CONVERGENCE (κάτι που κατόρθωσε να κάνει και το THE MULTIVERSITY του Grant Morrison, το οποίο είχε πάνω-κάτω τον ίδιο σκοπό). Αποτέλεσε μια ολοκληρωμένη ιστορία, διαφορετική από αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Και δεν μιλάω μόνο για αυτό που ανέφερα παραπάνω, για την καταστροφή ενός ολόκληρου κόσμου και τον θρίαμβο των villains, αλλά και για έναν ρυθμό αφήγησης που σταμάτησε για να πάρει ανάσα μόνον όταν όλα είχαν τελειώσει. Το στοιχείο αυτό, βέβαια, παρουσίασε πολλές αδυναμίες, κατά τη διάρκεια της σειράς, αλλά θεωρώ ότι το τελικό αποτέλεσμα αξίζει μια ανάγνωση.