CAPTAIN MARVEL AND THE CAROL CORPS #1-4
Writers: Kelly Sue DeConnick, Kelly Thompson
Artists: David Lopez (#1-3), Laura Braga & Paolo Pantalena (#4)
Marvel Comics
Πάντα πίστευα και θα πιστεύω ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί χαρακτήρες (από πλευράς ποιότητας) στα comics, αλλά χαρακτήρες για τους οποίους δεν έχει βρεθεί ακόμα η κατάλληλη πένα, η οποία θα τους αναδείξει. Μια πένα σαν αυτή της Kelly Sue DeConnick, η οποία ανέλαβε το 2012 και αναμόρφωσε ολοκληρωτικά την εικόνα της Carol Danvers (ή Ms Marvel, όπως είναι ευρύτερα γνωστή), αποδεσμεύοντας την από το oversexualized super woman image που είχε μέχρι τότε και δίνοντας ιδιαίτερα έμφαση στη σημασία της ύπαρξης ενός γυναικείου υπερήρωα.
Η Kelly Sue DeConnick αποχαιρετά, λοιπόν, μετά από τρία χρόνια (και τρεις τίτλους) την Captain Marvel, με τον επίλογο να γράφεται στο limited series CAPTAIN MARVEL AND THE CAROL CORPS, όπου η συγγραφέας ενώνει τις δυνάμεις της με τη Kelly Thompson. Το limited series αυτό αποτελεί tie-in του event της Marvel, SECRET WARS, στο οποίο η Γη έχει καταστραφεί και αντικατασταθεί από ένα πλανήτη, διαιρεμένο σε διάφορες περιοχές-domains, κάθε μία εκ των οποίων αποτελεί μια ξεχωριστή παράλληλη διάσταση και διοικείται από τον άρχοντα-θεό Doom. To συγκεκριμένο tie-in λαμβάνει χώρα στο domain Hala Field, όπου, σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, o Doom διάλεξε την Carol σε μικρή ηλικία και της έδωσε υπερδυνάμεις, προκειμένου να προστατέψει την περιοχή της από την εισβολή από άλλα domains ή περιοχές πέρα από το τείχος.
Η σειρά δεν αποτελεί μια κλασική υπερηρωική ιστορία δράσης. Η Carol, χάρη στις υπερφυσικές ικανότητες της, αποτελεί τη διοικήτρια μιας επίλεκτης πενταμελούς ομάδας πιλότων, της οποίας η επίσημη ονομασία είναι Banshee Squadron και λειτουργεί υπό τις διαταγές της Baroness Cochran, ενώ το “Captain Marvel” δεν είναι μια μυστική super alter-ego ταυτότητα της, αλλά το κωδικό της όνομα στις στρατιωτικές αποστολές. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη σειρά περιγράφουν την προσπάθεια αυτής και των υπόλοιπων πιλότων να ξεμπλέξουν τον ιστό της αράχνης, γύρω από την αλήθεια για την προέλευση τους και το θεό Doom και δεν αποτελούν απλά τις περιπέτειες της Carol σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπως συμβαίνει σε άλλα tie-ins του SECRET WARS.
Πιθανώς, η ιστορία αυτή να αποτελεί κλισέ για κάποιον που έχει περάσει απεριόριστες ώρες ξεφυλλίζοντας comics. ‘Ομως, ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται είναι μοναδικός, αφού εδώ βρίσκεται και το πιο ενδιαφέρον και δυνατό κομμάτι της σειράς. Η αμφισβήτηση γύρω από το πρόσωπο του Doom ξεκινάει από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, τους πιλότους-συνάδελφους της Captain Marvel, και όχι από την ίδια την ηρωίδα. Το συγγραφικό δίδυμο δεν χρησιμοποιεί τους δευτερεύοντες χαρακτήρες ως συμπληρώματα στην τέλεση της ηρωικής πράξης από την πρωταγωνίστρια, αλλά αποδίδει το κάθε άτομο με τη δικιά του δυναμική και προσωπικότητα, με την πλοκή να προχωράει μέσα από τις δυνατές σκηνές και διαλόγους μεταξύ αυτών των χαρακτήρων. Ακόμα και πρόσωπα που φαινομενικά απορροφούνται από τη δύναμη της μάζας, καταφέρνουν και έχουν σκηνές στις οποίες αφήνουν το δικό τους στίγμα για τη συνέχεια της ιστορίας.
Τα υπαρξιακά ερωτήματα που ταλανίζουν τους χαρακτήρες και τους παρακινούν στην εύρεση της αλήθειας μεταδίδονται και στον αναγνώστη και λειτουργούν σα μεταφορά για τον αληθινό κόσμο. Γιατί ο θεός Doom, που είναι παντοδύναμος και έχει την ικανότητα να σώσει όλους τους ανθρώπους, τους αφήνει στο έλεος του “κακού”; Πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζονται ότι έχουν τη δυνατότητα επιλογής, όταν η παραμικρή αντίθεση στα λεγόμενα του Doom αποτελεί βλασφημία και τιμωρείται, με όσους διαφωνούν να εξορίζονται στη γη πέρα από το τείχος, όπου ζούν διάφοροι δαίμονες;
Η σειρά βέβαια, πέρα από τις σκηνές διαλόγου, περιέχει και αρκετά πλάνα δράσης, με την κορύφωση αυτών να βρίσκεται στο τέταρτο και τελευταίο τεύχος της σειράς, οι οποίες οδηγούν σε ένα φινάλε το οποίο είναι συγκινησιακά φορτισμένο, αλλά παράλληλα αφήνει στον αναγνώστη και μια πικρή γεύση. Φορτισμένο, γιατί ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει η Kelly Sue DeConnick τα τελευταία πλάνα επιβεβαιώνουν το κλείσιμο ενός κύκλου, αυτού της σεναριογράφου στην Captain Marvel, αλλά και μια πικρή γεύση, γιατί οι αναγνώστες δεν βρίσκουν απάντηση σε αρκετά από τα ερωτήματα που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της σειράς.
Το artwork στα τρία πρώτα τεύχη αναλαμβάνει ο Davil Lopez. Αν και η ύπαρξη πολλών μικρών panels μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στο σχηματισμό των προσώπων, αλλά και στην απεικόνιση των τοπίων, ο Lopez καταφέρνει και δίνει έντονη εκφραστικότητα στα πρόσωπα, συνθέτοντας διαφορετικά στοιχεία για το καθένα και χρησιμοποιεί τις σκιές επιδεικτικά, ώστε να δώσει ένταση σε αρκετές σημαντικές σκηνές. Ο σχεδιαστής συνδυάζει κατάλληλα το χρώμα στα σκίτσα του, και προσδίδει ένα νοσταλγικό ύφος στη σειρά. Οι Laura Braga και Paolo Pantalena, στο τελευταίο τεύχος, καταφέρνουν και διατηρούν αυτόν τον τόνο και την εκφραστικότητα στα πρόσωπα των χαρακτήρων, χωρίς όμως τα σχέδια τους να έχουν την ίδια κινητικότητα, όπως αυτά του Lopez.
Γενικά, ένας τίτλος που λειτουργεί σαν tie-in ενός event, λόγω του περιορισμού που υφίσταται από την κύρια σειρά, αλλά και λόγω της καθαρής εμπορικής αιτίας που δημιούργησε την ανάγκη για τη κυκλοφορία του, δύσκολα θα καταφέρει να παρουσιάσει κάτι αξιοπρεπές. Όμως, το CAPTAIN MARVEL AND THE CAROL CORPS δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα τέτοιο παράδειγμα, αλλά αντιθέτως αποτελεί ίσως ένα από τα καλύτερα δείγματα του SECRET WARS και παράλληλα ένα δυνατό τέλος σε ένα από τα καλύτερα run της Marvel την τελευταία πενταετία.