Top 100 Film & TV Adaptations
Εξαιρετικές ερμηνείες, χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών, κορυφαίος villain, άριστη σκηνοθεσία, άψογη άριστη χρήση του source material. Μια από αυτές της σπάνιες στιγμές όπου ένα προϊόν της pop κουλτούρας αγγίζει την τελειότητα.
Daredevil
2015-WritersDrew Goddard, Ruth Fletcher, Christos Gage, Luke Kalteux DirectorsPhil Abraham, Farren Blackburn CastCharlie Cox, Deborah Ann Woll, Elden Henson, Elodie Yung, Jon Bernthal, Vincent D'Onofrio NetflixΣτο Netflix, αυτή τη στιγμή γίνεται κάτι που, ως φαν των υπερηρωικών comics, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Όχι λόγω των αλληλοσυνδεόμενων σειρών και του μελλοντικού τους crossover, ούτε λόγω του “σκοτεινού” τους ύφους, που έρχεται σε αντίθεση με το υπόλοιπο MCU. Αυτά τα έχουμε ξαναδεί σε superhero μεταφορές και έχουμε πλέον μάθει ότι δεν εγγυώνται ποιότητα.
Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι, αντί να αντιμετωπίσουν τους υπερήρωές τους ως μονοδιάστατες καρικατούρες με μάσκα, οι ιθύνοντες του Marvel κόσμου που έχει στηθεί στο Netflix τους χειρίζονται όπως θα χειρίζονταν οποιονδήποτε “φυσιολογικό”, ανθρώπινο πρωταγωνιστή σειράς, προσθέτοντας έτσι αυτό το έξτρα βήμα ρεαλισμού, που είναι αναγκαίο όταν μια ιστορία μεταφέρεται από τα panels στην οθόνη. Φυσικά, η άποψή μου για το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν ήταν πάντα τόσο ενθουσιώδης.
Όταν πρωτοάκουσα ότι η Marvel ετοιμάζει σειρά DAREDEVIL, η πρώτη μου αντίδραση ήταν “Γιατί;” Θεωρώντας ότι η ταινία του 2003 (παρά τα όποια προβλήματά της) είχε καλύψει το origin του χαρακτήρα, η ύπαρξη ενός ακόμη τυφλού vigilante δικηγόρου μου φαινόταν πλεονασμός. Μεγάλο λάθος, το οποίο μετάνιωσα όταν έκατσα να δω το πρώτο επεισόδιο της σειράς από καθαρή περιέργεια.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή του πρώτου επεισοδίου, το superhero ντεμπούτο του Netflix βρίσκει έναν ευρηματικό τρόπο να μας παρουσιάσει το ήδη γνωστό origin του “Man without fear”, στριμώχνοντας μάλιστα και μπόλικο characterization μέσα σε λίγα λεπτά.
Το πραγματικά αξιοθαύμαστο κατόρθωμα αυτής της σειράς είναι πως δεν φοβάται τις ρίζες της, αλλά ούτε και επαναπαύεται σ’ αυτές, με τη δικαιολογία πως “είναι απλά μια comic book μεταφορά”. Η σειρά μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα σε μερικές από τις καλύτερες τηλεοπτικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων, αλλά και να ικανοποιήσει τους fans του comic, κρατώντας όμως τις αναφορές διακριτικές, σε αντίθεση με άλλα τηλεοπτικά projects της Marvel, που μοιάζουν να ενθουσιάζονται από το ίδιο τους το continuity.
Η πλοκή αυτή καθ’ αυτή δεν ξεφεύγει ιδιαίτερα από την πεπατημένη. Ο Matt Murdock είναι ένας δικηγόρος από την υποβαθμισμένη γειτονιά του Hell’s Kitchen, στη Νέα Υόρκη. Όταν ήταν μικρός, ένα ατύχημα του κόστισε την όρασή του, αλλά οι υπόλοιπες τέσσερις αισθήσεις του αυξήθηκαν σε υπεράνθρωπο βαθμό. Την ημέρα, ο Matt μάχεται τη διαφθορά στο δικαστήριο, ενώ τα βράδια φοράει τη μάσκα του και… μάχεται την διαφθορά κυριολεκτικά.
Οι ερμηνείες είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ. Οι Charlie Cox (Matt Murdock) και Elden Henson (Foggy Nelson) έχουν απίστευτη χημεία μεταξύ τους και η φιλία μεταξύ των χαρακτήρων τους αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της πλοκής. Ειδικά στη σκηνή οπού ο Matt και ο Foggy απονέμουν στους εαυτούς τους τον τίτλο “avocados at law”, αναγκάστηκα να κάνω pause και να σχολιάσω ότι δεν έχουμε ξαναδεί τόσο ειλικρινά heart-felt διάλογο σε υπερηρωική ιστορία.
Στην αρχή, δυσανασχέτησα λίγο με τον ρόλο της Deborah Ann Wall ως Karen Page, η οποία μπήκε στην ιστορία κάπως βεβιασμένα, με τρόπο που φώναζε “token chick” από χιλιόμετρα μακριά, αλλά κι εκεί οι προβλέψεις μου απέτυχαν, αφού μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε εξίσου ενδιαφέροντα και αναντικατάστατο χαρακτήρα.
Στην απέναντι παράταξη, έχουμε τον Wilson Fisk (Kingpin), έναν εγκληματία που κινεί τα νήματα του Hell’s Kitchen, ο οποίος θα σας κάνει πάνω από μία φορά να αισθανθείτε άβολα, επειδή συνειδητοποιείτε ότι οι μέθοδοι και τα κίνητρά του είναι εξίσου ηθικώς αμφιλεγόμενα με αυτά του πρωταγωνιστή. Ο Vincent D’Onofrio δίνει μια απερίγραπτα καλή ερμηνεία, δημιουργώντας ίσως τον καλύτερο villain που μας έχει παρουσιάσει ως τώρα η Marvel.
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε ασχολίαστη την σκηνοθεσία του Phil Abraham, ο οποίος ξέρει να στήνει αξιοπρεπώς τις δραματικές σκηνές και παραδίδει μαθήματα ως προς το πώς στήνεται μια σκηνή δράσης.
Η πρώτη σεζόν του DAREDEVIL ήταν, για μένα, μια από αυτές της σπάνιες στιγμές όπου ένα προϊόν της pop κουλτούρας αγγίζει την τελειότητα. Αξιοποίησε σωστά το format των δεκατριών επεισοδίων του, χωρίς να τραβήξει την ιστορία άνευ λόγου, αξιοποίησε τα στοιχεία του source material που έπρεπε και έκανε τις σωστές τροποποιήσεις για να “μεταφραστεί” σωστά η ιστορία από το ένα Μέσο στο άλλο. Αν μάλιστα είναι ενδεικτική για την ποιότητα όσων ακολουθούν, η συνεργασία Marvel/Netflix έχει να μας πει πολλά ακόμη.