Top 100 Film & TV Adaptations
Μια ταινία που ο μύθος γύρω από αυτήν και το cult status που έχει αποκτήσει, μέσα στα 20 χρόνια που πέρασαν από την κυκλοφορία της, είναι μεγαλύτερα από την καλλιτεχνική της αξία. Rest in peace, Brandon…
The Crow
1994WritersDavid J. Schow, John Shirley DirectorAlex Proyas CastBrandon Lee, Rochelle Davis, Ernie Hudson, David Patrick Kelly, Bai Ling, Sofia Shinas MiramaxΘα ξεκινήσω με μια εξομολόγηση. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είδα το THE CROW. Ναι, το ξέρω πως αυτό δεν ακούγεται πολύ “επαγγελματικό” από κάποιον που ανέλαβε να γράψει για την ταινία και να δικαιολογήσει τη θέση της στην πρώτη δεκάδα των κορυφαίων adaptations από comics, αλλά συγχωρήστε με. Υπάρχει λόγος…
Η πρώτη φορά που είδα το THE CROW, ήταν το Νοέμβρη του 1994, λίγες μόνο μέρες μετά την πρεμιέρα της ταινίας στους κινηματογράφους, και πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν μια εντυπωσιακή εμπειρία. Σε αντίθεση με τους περισσότερους comic fans εκείνη την εποχή, δεν είχα καμιά ιδιαίτερη λατρεία για το (κατ’ εμέ, μετριότατο) ομώνυμο comic του James O’ Barr (ο οποίος, οφείλω να ομολογήσω, έχει εκπληκτικό, σχεδόν αξιοζήλευτο ονοματεπώνυμο – αν ήμουν συγγραφέας, θα ήθελα πάρα πολύ να με λένε James O’ Barr!), ενώ η πιο πρόσφατη εμπειρία μου από comic-related ταινία, ήταν το ανεκδίηγητο BATMAN RETURNS του Tim Burton. (Ναι, ξέρω, ούτε αυτή η άποψή μου συμβαδίζει με τα γούστα της πλειοψηφίας.)
Οπότε, είχα πάει μάλλον “μαγκωμένος” στο σινεμά (νομίζω πως ήταν η Έλλη, στην Ακαδημίας, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος…) για να δω την ταινία του “newbie σκηνοθέτη”, Alex Proyas. Γνώριζα, ασφαλώς, τον “μύθο” που την περιέβαλλε, ως αποτέλεσμα του φριχτού δυστυχήματος που οδήγησε στον θάνατο του χαρισματικού πρωταγωνιστή, Brandon Lee, από πυροβολισμό, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και είχα υπ’ όψη μου ότι η ταινία είχε πάει εξαιρετικά στο αμερικανικό Box Office και είχε ήδη αποκτήσει cult status. Παρ’ όλα αυτά, είχα αμφιβολίες, οι οποίες, όμως, διαλύθηκαν, με πανηγυρικό τρόπο, από τα πρώτα κιόλας λεπτά.
Η υπέροχη αισθητική της ταινίας με κυρίευσε από τις αρχικές σεκάνς και το δυνατό, σχεδόν αρχετυπικό theme, μίλησε απευθείας στο μυαλό και την καρδιά μου (όταν είσαι 18, θεωρείς πως η αιώνια αγάπη και η αντίστοιχα αιώνια εκδίκηση είναι πολύ μεγάλη υπόθεση – true story!). Ο Brandon Lee έμοιαζε να έχει γεννηθεί για να παίξει αυτόν ακριβώς τον ρόλο (από κάθε άποψη), οι σχεδόν “paint by numbers” κακοί ήταν “τόσο-όσο” χρειαζόταν για τις ανάγκες της υπόθεσης, και το supporting cast ήταν εξαιρετικό χωρίς να κλέβει την παράσταση από “τα σημαντικά και τα σπουδαία”. Η μουσική που έντυνε τις σκηνές ήταν απλά τέλεια (με το soundtrack να εξακολουθεί να είναι ένα από τα καλύτερα για ταινία φαντασίας) και το σενάριο δεν “χαραμιζόταν” στο να αναπτύξει χαρακτήρες, αλλά ζούσε και πέθαινε (pun intended) μέσα στην ανάγκη να περάσει μηνύματα, να ισορροπήσει πάνω σε αλληγορίες, και να δώσει το έναυσμα στο σκηνοθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας, να βομβαρδίσουν τα μάτια και το νου μας με ατελείωτους συμβολισμούς.
Η σκηνοθεσία του Proyas (ο οποίος, λίγα χρόνια αργότερα, θα παρέδιδε το αριστουργηματικό – και εξίσου cult – DARK CITY, και στη συνέχεια, δυστυχώς, μια σειρά από μέτριες έως αδιάφορες ταινίες) καταφέρνει να είναι, ταυτόχρονα, μεστή και εκτυφλωτική, συνετή και πομπώδης, πιστή στο καθήκον της αφήγησης μιας βαθιά ανθρώπινης ιστορίας, αλλά και ταγμένη στην υπηρεσία της δόμησης μιας δυνατής περιπέτειας. Άκρως λυρική και ποιητική, αλλά και μεθυσμένη από τις εικόνες και τα σύμβολα. Με αυτές τις, φαινομενικά, αντικρουόμενες προσλαμβάνουσες και προσεγγίσεις, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία που είναι, σε ίσες δόσεις, παραμύθι και βίντεο κλιπ, ιστορία νεο-γοτθικού τρόμου και σύγχρονο action film, σκοτάδι και φως, πόνος και λύτρωση, ζωή και θάνατος…
Η δεύτερη φορά που είδα την ταινία, ήταν περίπου ένα χρόνο μετά, σε βίντεο (κασέτα, φυσικά – μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τα μέσα των 90s!) και η άποψή μου δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Μπορω να πω, μάλιστα, ότι μου άρεσε ακόμη περισσότερο, καθώς, απαλλαγμένος από το “άγχος” και την “ευθύνη” της πρώτης φοράς, στην οποία πρέπει α) να μη χάσεις την υπόθεση και β) να εστιάσεις στα αμμιγώς κινηματογραφικά κομμάτια (film nerd alert!), είχα πλέον την ευκαιρία να αφοσιωθώ πλήρως στους συμβολισμούς, να απολαύσω τις όμορφες εικόνες χωρίς να βασανίζομαι για το αν “προχωρούν την ιστορία” και να προσπαθήσω να αντιγράψω (με ελάχιστη, προφανώς, επιτυχία) τα mannerisms και τις εκφράσεις του Brandon Lee. Ήταν υπέροχη και παρέμενε υπέροχη!
Η τρίτη (και τελευταία μέχρι σήμερα) φορά που είδα το THE CROW, ήταν μερικά χρόνια αργότερα, στις αρχές των 00s, σε κάποια τηλεοπτική προβολή του, νομίζω από το Mega (και πάλι, συγχωρήστε με αν κάνω λάθος, αλλά έχει περάσει καιρός). Παραδόξως, χωρίς να μπορώ να ισχυριστώ πως η ταινία είχε “ξεφτίσει”, ή πως δεν μου άρεσε, η αλήθεια είναι πως κάτι έμοιαζε να λείπει. Ίσως είχα μεγαλώσει, ίσως είχα αλλάξει ως άνθρωπος (για έναν 25χρονο, η αιώνια αγάπη μοιάζει με παραμυθάκι για μικρά παιδιά, ενώ η αιώνια εκδίκηση φαντάζει πολύ κουραστική για να αξίζει τον κόπο), ίσως έμπαινα (συνειδητά ή μη) στη διαδικασία να τη συγκρίνω με το πιο ώριμο και “ποιοτικό” DARK CITY, ίσως έφταιγε το Mega που έβαζε συνέχεια διαφημίσεις…
Δεν ήταν το ίδιο, ρε γαμώτο! Ναι, ήταν ακόμα υπέροχο, αλλά πλέον έμοιαζε περισσότερο με την όμορφη ανάμνηση της πρώτης φοράς που έκανες σεξ (εστιάζεις περισσοτερο στο μεγαλείο του συμβάντος και προσπαθείς να μη μπεις στη διαδικασία να κρίνεις αντικειμενικά την ίδια την εμπειρία, από φόβο μην ανακαλύψεις ότι, τελικά, δεν ήταν και τόσο σπουδαίο γεγονός), παρά με τη μαγεία του πρώτου εφηβικού φιλιού, το οποίο είναι, από κάθε άποψη, ιδανικό και αλάνθαστο.
Έτσι αποφάσισα (μάλλον όχι συνειδητά) πως δεν ήθελα να ξαναδώ το THE CROW. Πως θα έβαζα στο σκληρό δίσκο του μυαλού μου, τις δύο πρώτες θεάσεις (κάνοντας και πολλά back-up για να μην υπάρχει κίνδυνος να τις χάσω), και θα χρέωνα το “ξεθώριασμα” της τρίτης στον κυνικό 25χρονο εαυτό μου και στη συχνότητα διαφημίσεων του Mega. Και όντως, δεν το ξαναείδα ποτέ. Ούτε θα το ξαναδώ! Για μένα, το THE CROW θα εξακολουθούσε να είναι (και εξακολουθεί να είναι) αυτό το μαγικό, υπέροχο, οπτικά οργασμικό φιλμ, που είχα τη χαρά να απολαύσω και να βιώσω, τότε, στα μέσα των αγαπημένων 90s.
Και θα παραμείνει τέλειο. Δεν βλέπω απολύτως κανέναν λόγο να το χαλάσω…