Black Hammer #1
Μετά από κάποιες καθυστερήσεις, λόγω προβλημάτων υγείας του κυρίου Ormston, το πρώτο τεύχος του πολυαναμενόμενου BLACK HAMMER επιτέλους κυκλοφόρησε. Το 2016 φαίνεται πως είναι μια καλή χρονιά για τον Jeff Lemire, αν και θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι πρώτον δεν καταλαβαίνω καθόλου πού βρίσκει χρόνο για όλα αυτά τα projects με τα οποία ασχολείται αυτό το διάστημα, και δεύτερον, και μάλλον πιο σημαντικό, ότι όσο μου αρέσουν κάποια comics του, άλλο τόσο δεν μου αρέσει η κατεύθυνση που ακολουθεί σε κάποια άλλα. (Nαι, ναι, το ανεκδιήγητο EXTRAORDINARY X-MEN εννοώ.)
Έχοντας, πάντως, μια ιδιαίτερη αδυναμία στα superhero comics που φλερτάρουν με τα όρια του είδους, περίμενα με ανυπομονησία το πρώτο τεύχος του BLACK HAMMER. Διατηρούσα, όμως, και κάποιες επιφυλάξεις, κυρίως από φόβο μην καταλήξω να διαβάζω ένα “trying too hard” μεγαλεπήβολο έπος που θα προσπαθούσε να λανσαριστεί ως “το WATCHMEN της εποχής μας”. Ευτυχώς, δεν αντιμετώπισα αυτό το πρόβλημα, αφού το BLACK HAMMER ουσιαστικά αποτελεί ένα love song των δημιουργών στη Golden Age των comics.
Ακολουθώντας μερικούς πρώην υπερηρώες, οι οποίοι πέρασαν τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής τους σε μια φάρμα στα προάστια μιας μικρής πόλης, ο Lemire εστιάζει αποκλειστικά στο cast του. Αυτό αποτελείται από τον Abraham, έναν χαρακτήρα τύπου Superman, ο οποίος απολαμβάνει την post-superhero ζωή του, κάνοντας αγροτικές εργασίες και περνώντας χρόνο στην καφετέρια της πόλης, τη Golden Gail, μια bad-ass super heroine εγκλωβισμένη στο σώμα ενός εννιάχρονου παιδιού, τον Barbalien (ναι, καλά διαβάσατε!), έναν εξωγήινο που συνδυάζει στοιχεία από τον Martian Manhunter και τον Conan, τον Colonel Weird, ένα gone wrong Adam Strange, το robot Talky-Walky, και την σκοτεινή Madame Dragonfly. Δίνοντας μας σκόρπια στοιχεία για το παρελθόν τους, και χωρίς να προσπαθεί να στριμώξει περισσότερα πράγματα απ’ όσα μπορούν να χωρέσουν στην ιστορία του, ο συγγραφέας επικεντρώνει στη δυναμική που προκύπτει μέσα από την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων και στις σχέσεις που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους.
Και παρ’ όλο που η αφήγηση είναι άρτια και το σενάριο καλοφτιαγμένο, το πραγματικά δυνατό κομμάτι του τεύχους είναι το καλλιτεχνικό, όπου ο Ormston κάνει καταπληκτική δουλειά. Εναλλάσσοντας στιλ ανάλογα με το τι θέλει να απεικονίσει, θυμίζει άλλοτε Frank Quietly και άλλοτε Jack Kirby, και καταφέρνει να σου τραβήξει αμέσως το ενδιαφέρον, αποδίδοντας οπτικά με μοναδικό τρόπο το σύμπαν της ιστορίας. Κάπου εκεί, έρχεται και ο Dave Stewart για να το απογειώσει, αποδεικνύοντας γιατί θεωρείται ένας από τους κορυφαίους colorist εκεί έξω και γιατί έχει στην κατοχή του εννιά Eisner Awards. Βλέποντας τη δουλειά του σε αυτό το τεύχος, το μόνο που σκέφτηκα είναι ότι μάλλον πάει για τα δέκα.
Συνοψίζοντας, το BLACK HAMMER ξεκινά με τις καλύτερες βάσεις, καθώς απλώνει indie πινελιές σε μια ιστορία που πατάει γερά στην ουσία και τα θεμέλια των superhero comics, χωρίς το συνολικό εγχείρημα να καταλήγει άσκοπα σοβαροφανές, ή να προσπαθεί με το ζόρι να αποδείξει ότι είναι κάτι παραπάνω απ’ ότι είναι. Πραγματικά και με το χέρι στην καρδιά, τί άλλο μπορεί να θέλετε;