Providence #12
Δεν πιστεύω να περιμένετε να διαβάσετε ένα spoiler-free review και ειλικρινά δεν ξέρω αν έχουν σημασία τα όποια spoilers εδώ. Με τα όσα έχουν συμβεί στα προηγούμενα τεύχη, ουσιαστικά, το τέλος της ανθρώπινης Ιστορίας και του κόσμου όπως τον αντιλαμβανόμαστε, έχει ήδη έρθει. Και μαζί με αυτά, το τέλος της ιστορίας και της ύπάρξης των χαρακτήρων. Οι ήρωες εδώ δεν βρίσκονται για να αποτρέψουν μια μεγάλη παγκόσμια καταστροφή, αλλά συζητώντας γίνονται μάρτυρες της εισβολής ενός κόσμου που ήταν ήδη εδώ και μιας ιστορίας που φτάνει στο τέλος της. Έτσι, περπατούν, συζητούν, σχολιάζουν, γίνονται μάρτυρες του τέλους και σαρώνονται από αυτό.
Με όλα όσα στήθηκαν στα προηγούμενα 11 τεύχη, η ιστορία (και η Ιστορία) έχει ήδη ολοκληρωθεί. Το δωδέκατο τεύχος μοιάζει με ένα επικό progressive solo, που ουσιαστικά συνθέτει στιγμιότυπα και αποτελεί μια αναδρομή και φυσική κατάληξη όσων έχων προηγηθεί. Νήματα από τα προηγούμενα τεύχη, αλλά και από το NEONOMICON και το THE COURTYARD, ξαναπιάνονται εδώ και δένονται, καταλήγοντας στο αναπόφευκτο τέλος. Το τέλος της ιστορίας δεν έρχεται με εκκωφαντικό τρόπο, αλλά μοιάζει περισσότερο με τον επίλογο του FROM HELL και του PROMETHEA. Μια ανασκόπηση με έντονα φιλοσοφικά στοιχεία και ένα αναπόφευκτο anti-climactic τέλος του κόσμου, που έρχεται για να δώσει τη θέση του σε κάτι διαφορετικό.
Χωρίς ποτέ το PROVIDENCE να γίνεται, όπως το LEAGUE OF EXTRAORDINARY GENTLEMEN, περισσότερο ένα παιχνίδι αναφορών και λιγότερο μια αυτάρκης ιστορία, στο τεύχος αυτό οι πάμπολλες αναφορές του Moore σε προηγούμενα κεφάλαια, αλλά και στα έργα του H.P. Lovecraft (κυρίως), αλλά και των συνεχιστών του, παίρνουν έναν ρόλο πιο κεντρικό. Αυτή τη φορά, η ερμηνεία του Lovecraft και οι παραπομπές του Moore, είναι το ίδιο το αντικείμενο της Ιστορίας.
Αν και γνώριζα για το PROVIDENCE αρκετά προτού ξεκινήσει (μια που ο Moore μίλαγε καιρό πριν γι’ αυτό), δεν μπορούσα να περιμένω το πόσο φιλόδοξο θα ήταν. Καλώς ή κακώς, ως δημιουργός, ο Moore δεν έχει το momentum που είχε πριν 25 χρόνια (και δεν αναφέρομαι στο δημιουργικό του momentum, αλλά στο πόσο “relevant” θεωρείται από την κοινότητα των comics) και το zeitgeist δεν θεωρώ πως ευνοεί κάτι τέτοιο. Διαβάζοντας ξανά το review μου για το πρώτο τεύχος, αντιλαμβάνομαι ότι ούτε και μετά την ανάγνωσή του είχα συνειδητοποιήσει το πόσο φιλόδοξο εγχείρημα ήταν. Ο Moore, όμως, δεν επιχειρεί απλά να δώσει μια νέα διάσταση σε ένα, εν πολλοίς, κορεσμένο sub-genre, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία και μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, που στέκει δίπλα σε αυτές που μας έχει δώσει τις προηγούμενες δεκαετίες, στις πιο προσωπικές του δουλειές.
Ο Jacen Burrows κατάφερε να με διαψεύσει, αφού, μέσα στα δώδεκα τεύχη της σειράς, καταφέρνει να είναι πολύ περισσότερο από “συνεπής artist… επαρκής για τη δουλειά που κάνει”. Καταφέρνει να κρατά τους αυστηρούς κανόνες του comic, με το συνεπές panel layout και τα panels χωρίς γραμμές κίνησης, και να συνδυάζει το οικείο με το γκροτέσκο και το καθημερινό με το ονειρικό. To ρεαλιστικό του στιλ αφήνει σιγά-σιγά το έδαφος για εικόνες απόκοσμες και αποτρόπαιες, ενώ, στο τελευταίο τεύχος, έχουμε και μια σκηνή θηλασμού, που μου έφερε στο μυαλό εκείνη την στοιχειωτική σκηνή που είχε κάνει ο τρομερά ταλαντούχος μακαρίτης, Edmund Bagwell.
Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτους τεύχους του PROVIDENCE, η σειρά κλείνει, ολοκληρώνοντας ένα από τα πλέον φιλόδοξα comics του Alan Moore. To δωδέκατο και τελευταίο τεύχος αποτελεί άριστο επίλογο και δίνει μια έντονα προσωπική χροιά στη σειρά, αλλά και μια νέα διάσταση στα δύο (αμφιλεγόμενα, ως τώρα) comics που προηγήθηκαν. Διαβάζοντας για δεύτερη φορά το τεύχος, αυτό που θέλω είναι να επισκεφτώ ξανά, ολοκληρωμένη πλέον, την ιστορία, με τη βοήθεια των χρησιμότατων annotations του FACTS IN THE CASE OF ALAN MOORE’S PROVIDENCE, και να συνεχίσω μετά με μια νέα ανάγνωση των έργων του H.P. Lovecraft.