Falcon #1
Από τη πρώτη στιγμή που ο Falcon, ο μέχρι τότε sidekick του Steve Rogers, σήκωσε την ασπίδα του Captain America και τον αντικατέστησε στα μάτια του κόσμου, υπήρξε αποδοκιμασία προς αυτή τη δημιουργική επιλογή του συγγραφέα και της εκδοτικής, από μια μεγάλη μερίδα comic fans. Παρά την όποια καλλιτεχνική ποιότητα των τίτλων, η επιστροφή του αυθεντικού ήρωα και η συνύπαρξη των δύο ομώνυμων χαρακτήρων, έφερε μεγάλη πτώση στις πωλήσεις. Με αφορμή το SECRET EMPIRE, η Marvel αποφάσισε να κάνει το δικό της REBIRTH, και να επαναφέρει τον Sam Wilson ως τον κοκκινόφτερο προστάτη στην μάχη κατά του εγκλήματος.
Στο πρώτο arc της επιστροφής του Falcon, οι δημιουργοί αποφασίζουν να προσελκύσουν τους αναγνώστες με μια πλοκή, που όπως και στο 95% των αμερικανικών ταινιών που έχουν μαύρους χαρακτήρες ως πρωταγωνιστές, φυσικά και πραγματεύεται θέματα όπως συμμορίες, gangsters, ρατσισμός και διαβολικοί πολιτικοί. Δεν λέω ότι τα comics πρέπει να απέχουν από την πραγματικότητα, αλλά θα προτιμούσα μεγαλύτερη έμπνευση σε ότι αφορά το concept της σειράς.
Αντιθέτως, η σειρά ακολουθεί την πεπατημένη, με τον συγγραφέα να βαριέται να δημιουργήσει, με αποτέλεσμα ο ουσιαστικός ρεαλισμός στις πράξεις και στα λόγια των χαρακτήρων να είναι πραγματικά απών. Σε μία πόλη όπου έχει κορυφωθεί η βεντέτα μεταξύ μιας αφροαμαερικάνικης συμμορίας και μια συμμορίας λατίνων, με έπαθλο την κυριαρχία του εγκλήματος, ο δήμαρχος και ο Falcon αποφασίζουν να βάλουν τέλος στο λουτρό αίματος, κανονίζοντας μια συνάντηση μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να υπογράψουν μια ανακωχή. Από εκεί και πέρα, όλα παίρνουν τον προβλέψιμο δρόμο τους, με την αποκάλυψη πως ο δήμαρχος είναι στην πραγματικότητα ο κακός της ιστορίας, και στη συνάντηση που πραγματοποιείται μεταξύ των δύο πλευρών, φυσικά, κάτι πάει στραβά, με αποτέλεσμα να πάνε όλα κατά διαόλου.
Σε αυτή την περιπέτεια, ο Falcon συνοδεύεται από έναν νέον έφηβο ήρωα, που εμφανίστηκε το Καλοκαίρι στον χάρτινο κόσμο, τον (επίσης αφροαμερικανό) Patriot. Και παρά τη μικρή του εμπειρία στη μάχη κατά του εγκλήματος, ο Falcon αποφασίζει να τον στείλει για διαπραγμάτευση στο στόμα του λύκου, και στην λατινοαμερικάνικη συμμορία. Πιθανώς, ο Falcon πρέπει να αποκτήσει ένα manual για την σωστή αξιοποίηση των sidekicks, γιατί η συγκεκριμένη επιλογή, αν και προωθεί την πλοκή που επιθυμεί ο συγγραφέας, φαίνεται αρκετά λάθος. Και αυτό αποτελεί ένα από τα πιο αδύναμα σημεία του τεύχους, ένα από τα σημεία που με έκαναν να αναρωτηθώ αν ο Rodney Barnes γνωρίζει σε πιο (ηλικιακό) κοινό απευθύνεται η ιστορία που γράφει.
Όσον αφορά στο οπτικό κομμάτι του τεύχους, ο σχεδιαστής Joshua Cassara φαίνεται να συνοδεύει με ένα noir τόνο και πιο σκοτεινό ύφος όλες τις σελίδες, προκειμένου να συνδυάσει τον χάρτινο μικρόκοσμο με την πραγματικότητα. Και αν στο σχεδιασμό των χαρακτήρων φαίνεται να διαθέτει αρκετές αδυναμίες, με αποτέλεσμα οι ελάχιστες σκηνές δράσης να φαίνονται, στην καλύτερη περίπτωση, άβολες, στις πιο street σκηνές τα πλάνα φαίνονται να ταιριάζουν περισσότερο. Εδώ θα αναφέρω ότι και η νέα στολή του Falcon, η οποία πιθανώς σχεδιάστηκε έτσι ώστε να θυμίζει περισσότερο την κινηματογραφική version του ήρωα, και κινείται σε μαύρους και κόκκινους τόνους, είναι κάπως… απωθητική.
Το MARVEL LEGACY έχει προμηνύσει πως αποσκοπεί στην επιστροφή των ηρωών στα παραδοσιακά status quo. Για τον Sam Wilson δεν αλλάζουν και πολλά, καθώς, σε όποια ταυτότητα και αν υιοθέτησε και όσες στολές και αν άλλαξε, συνέχιζε να δίνει τη μάχη κατά του εγκλήματος, στους δρόμους της Αμερικής, ενάντια σε όλες τις προκαταλήψεις. Στον πρώτο του solo τίτλο ως Falcon, ο συγγραφέας φαίνεται να αδυνατεί να προσφέρει κάτι που θα αναδείξει τον ήρωα πέρα από το κοινωνικό αυτό πλαίσιο και παραδίδει έναν τίτλο που, δυστυχώς, η χαμηλή ποιότητα θα οδηγήσει γρήγορα στον πάτο των πωλήσεων.