Punisher Season 1

"Home."

Τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε (;) στην 2η σεζόν του DAREDEVIL, όταν συγκρούστηκε ιδεολογικά (και όχι μόνο) με τον “Red”, όπως αποκαλεί τον ομώνυμο ήρωα. Η εμφάνισή του ήταν το αποκορύφωμα της σειράς και όλοι θέλαμε να δούμε τον Jon Bernthal να ερμηνεύει πάλι τον Frank Castle σε μια δική του σειρά. Μετά από ενάμιση χρόνο, λοιπόν, το πρώτο spin-off των Μαρβελοσειρών του Netflix, που δεν είχε σχεδιαστεί και προέκυψε στην πορεία, έφτασε στις οθόνες μας.

Ο Frank κατάφερε να σκοτώσει όλους όσους ήταν στις συμμορίες που έφταιγαν για τον θάνατο της οικογένειάς του, αποφασίζοντας έτσι να παρατήσει την ταυτότητα του Punisher και να ζήσει μια ήρεμη ζωή, παρέα με τους δαίμονές του. Δεν υπολόγιζε, όμως, σε έναν μυστηριώδη χάκερ, τον Micro, ο οποίος κατάλαβε ότι ο Frank είναι ζωντανός και προσπαθεί να τον πείσει να συνεργαστούν, ώστε να ρίξουν τα άτομα που κρύβονταν πίσω από τον Blacksmith, τον πρώην στρατηγό του Frank, ο οποίος ταλαιπωρούσε τον πρωταγωνιστή στην προηγούμενη εμφάνιση του. Έτσι, ο Frank μαθαίνει ότι η εκδίκησή του είναι ημιτελής και ότι βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συνωμοσίας που φτάνει σε πολύ υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια.

Ο Jon Bernthal γεννήθηκε για να παίζει τον Frank Castle. Η γλώσσα του σώματος, οι κραυγές, τα βογγητά, το πρόσωπο, η φωνή… Τα πάντα συντελούν ώστε να δούμε έναν χαρακτήρα βασανισμένο, με μοναδικές υπερδυνάμεις την ατελείωτη οργή του και την υπεράνθρωπη αντοχή του στον πόνο. Η πλοκή τον φέρνει ορισμένες φορές αντιμέτωπο με καταστάσεις που τα όπλα του δεν μπορούν να φέρουν την λύση, δείχνοντας μας και άλλες πλευρές του αντι-ήρωα.

Σε ένα σύνολο σειρών, όπως είναι αυτό των Defenders, με πολλούς εξαιρετικούς ηθοποιούς, που ο καθένας άφησε το στίγμα του στον χαρακτήρα που ερμηνεύει, και με έναν χαρακτήρα που είναι δύσκολος σόλο ήρωας, ο Bernthal αναδεικνύεται, για ακόμη μια φορά, ως ένας από τους καλύτερους του street-level universe της Marvel. Και μάλιστα, η δουλειά του είναι πιο δύσκολη από των άλλων συναδέλφων του, καθώς ο Punisher είναι χαρακτήρας με περίεργη και ελαφρώς διεστραμμένη ηθική, οπότε ο ηθοποιός που τον υποδύεται πρέπει να πετύχει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ συμπάθειας και αποστροφής προς το πρόσωπο του. Η σειρά, βέβαια, δεν εξερευνά τόσο πολύ αυτή την ισορροπία. Ασχολείται ελαφρά με αυτήν και φέρνει τον Castle αντιμέτωπο με ανθρώπους πολύ χειρότερους από αυτόν, οπότε όλες οι πράξεις του παρουσιάζονται δικαιολογημένες και απαραίτητες.

Στο υπόλοιπο cast, έχουμε τον Ebon Moss-Bachrach ως τον χάκερ David Lieberman (a.k.a. Micro), την Amber Rose Revah ως την πράκτορα Dinah Madani, τον Ben Barnes ως τον παλιό κολλητό του Frank και νυν ιδιοκτήτη μιας μιλιταριστικής εταιρίας, Billy Russo, και την Deborah Ann Woll, που επιστρέφει ως Karen Page. Κανένας δεν φτάνει τον Bernthal, ενώ και ο κακός της σειράς είναι αξιοπρεπής, αλλά τα κίνητρα του δεν γίνονται ποτέ ξεκάθαρα και του λείπει αυτό το “κάτι” που θα του επέτρεπε να πλησιάσει, έστω και ελάχιστα, τις σπουδαίες ερμηνείες των D’Onofrio, Tennant και Ali. O Moss-Bachrach δεν είναι άσχημος ως Micro και η φιλία του χαρακτήρα του με τον Frank επιτρέπει στον δεύτερο να δείξει τις άλλες πλευρές του, που ανέφερα πιο πάνω, ενώ οι δύο ηθοποιοί πείθουν ότι η προσωρινή τους συμμαχία εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο.

Το αρνητικό που χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε Marvel παραγωγή του Netflix είναι ο αριθμός των επεισοδίων που επιμένουν να δίνουν στις σειρές τους. Τραβάνε την υπόθεση από τα μαλλιά και μια ιστορία που θα μπορούσε να κλείσει όμορφα και ωραία σε 7 ή 8 επεισόδια, φτάνει τα 13. Τα πρώτα 6 επεισόδια είναι αρκετά αργά και πολλές σκηνές θα μπορούσαν να είναι κατά πολύ μικρότερες. Αλλά με το σκεπτικό ότι το δεύτερο μισό της σεζόν αποτελεί pay-off του πρώτου, τότε το βλέπουμε με άλλα μάτια, καθώς από την μέση και μετά η σειρά ανεβαίνει πολλά σκαλιά.

Παρ’ όλα αυτά, αν κοιτάξουμε συνολικά τη σειρά, θα μπορούσε πολύ εύκολα να μας έχει δώσει μια σεζόν μικρότερη, με γρήγορη εξέλιξη, μπόλικη δράση, αρκετές ανατροπές και πολύ καλύτερο ρυθμό. Και τον Frank να φοράει το αλεξίσφαιρο γιλέκο με το κρανίο πολύ πιο γρήγορα.

Αν και βασικός χαρακτήρας, αφιερώθηκαν πολλές σκηνές στην Madani, η οποία και δεν είναι πολύ ενδιαφέρουσα και η ηθοποιός μπορούσε να κάνει καλύτερη αρκετά δουλειά. Αντίστοιχα, το πρώτο στάδιο της σχέσης Frank-Micro, πριν αποφασίσουν να συνεργαστούν, μπορούσε να μην τραβηχτεί τόσο και να έχουν ξεμπερδέψει με αυτό πιο γρήγορα. Και ύστερα υπάρχει και το subplot ενός βετεράνου στρατιώτη, που αρχίζει και απογοητεύεται όλο και περισσότερο με την κατάσταση που νομίζει ότι επικρατεί στην κοινωνία. Τα επεισόδια στα οποία η ιστορία του μπαίνει στο επίκεντρο είναι, μεν, εξαιρετικά, αλλά μας αποσπούν από την κύρια αφήγηση.

Από την άλλη, η σύγκρουσή του με τον Frank μας προϊδεάζει για το που μπορούμε να δούμε τον πρωταγωνιστή στα επόμενα επεισόδια, ενώ δίνει και μια πάσα στη σειρά να ασχοληθεί εκτενέστερα με το PTSD των φαντάρων που επιστρέφουν σπίτι τους. Οπότε, το συγκεκριμένο στοιχείο της σειράς είναι λίγο δίκοπο μαχαίρι, καθώς έχει θετικά και αρνητικά για να υποστηριχτούν και οι δύο απόψεις.

Και νομίζω ότι αυτό ισχύει συνολικά με το PUNISHER. Αρχικά, βλέπουμε τον Frank να προσπαθεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, έχοντας παρατήσει την ταυτότητα του Punisher, την οποία αργεί αρκετά να χρησιμοποιήσει ξανά, και γενικότερα δεν ασκεί τόση βία όσο θα περίμενε κανείς από αυτόν. Αυτή η απόφαση ίσως ξενίσει κάποιους, ίσως ικανοποιήσει άλλους που θέλουν εμβάθυνση στον vigilante, στα κίνητρά του και το παρελθόν του, και χτίζει την αναμονή μας για τις σκηνές που περιμέναμε εδώ και μία σεζόν.

Η εξέλιξη της ιστορίας είναι αργή αρχικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα επεισόδια είναι κακά ή προχειροφτιαγμένα. Και η αλήθεια είναι ότι τα παραπάνω στοιχεία αρχικά με ξένιζαν, αλλά όσο προχωρούσε η πλοκή και αφότου έπεσαν τα credits του τελευταίου επεισοδίου, τα έβλεπα με ολοένα και πιο θετική ματιά.