Blackwood #1
Βλέποντας τις περιγραφές για το BLACKWOOD #1, ήμουν σίγουρη πως είχα κάτι καλό στα χέρια μου. “Από τον πολυβραβευμένο με Eisner δημιουργό, Evan Dorkin, και την καλλιτέχνη του ARCHIE AND SLAM, έρχεται η νέα σειρά… κ.λπ.”. Ε, ίσως να τσιμπάω κι εύκολα στη διαφήμιση, τί να πω… Από κάπου πρέπει να βγάζουν τα λεφτά τους κι αυτοί που γράφουν τα οπισθόφυλλα.
Το BLACKWOOD #1 μιλάει– δεν είμαι σίγουρη για τι μιλάει. Αρχίζουμε βλέποντας έναν γέρο προφέσσορα να αφήνει σε έναν έμπιστο φίλο του αυτό που είναι εμφανώς το τελευταίο του μήνυμα, αφού μέσα σε δύο σελίδες, εγκαταλείπει τον άδικο ετούτο κόσμο. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, εξηγεί πως ενεργοποίησε ένα ξόρκι που τον τρώει ζωντάνο, και μετά ας-είναι-ελαφρύ-το-χώμα-που-θα-τον-σκεπάσει. Επόμενη σκηνή, ΠΑΛΙ ένας προφέσσορας πεθαίνει με φριχτά ουρλιαχτά, αφού αφήσει έναν κακό οιωνό για το μέλλον του κόσμου στον αναγνώστη.
Γενικά, δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά υπάρχει ένα μοτίβο εδώ. Συνεχίζουμε βλέποντας μια νεαρή punk, στον δρόμο για το νέο της κολλέγιο, στο Blackwood. Επιθετική, με ένα μάλλον τραυματικό παρελθόν, αγνοεί τους νέους συμμαθητές της, και τις ανησυχίες τους για το πόσο περίεργο είναι το νέο τους περιβάλλον. Ο μεγάλος αριθμός νεκροταφείων για μια τόσο μικρή πολη, ο περίεργος διευθυντής που βρωμάει σαν πτώμα, οι φήμες ότι κάποιος κρεμάστηκε στον διπλανό κοιτώνα. Η καημένη Wren Valentine συνειδητοποιεί την κατάσταση μόνο όταν είναι πλέον πολυ αργά. Οι τελευταίες σελίδες χτυπούν αλύπητα τους πρωταγωνιστές, και μας αφήνουν μέσα στο μυστήριο.
Από αυτό το πρώτο τέυχος, πάντως, σίγουρα δεν κατάλαβα που τα βρήκε τα Eisner ο Evan Dorkin. Γενικά, τίποτα δεν κατάλαβα, γιατί το BLACKWOOD #1 αποφάσισε να μας δείξει λίγο απ’ όλα, χωρίς να μας εξηγήσει τίποτα, χωρίς κανένα ίχνος σύνδεσης των γεγονότων. Μ’ αρέσει το σασπενς, δεν λέω, αλλά πιστεύω πως ένα πρώτο τέυχος πρέπει να λειτουργεί και λιγουλάκι από μόνο του, και να μη βασίζεται αποκλειστικά στην ύπαρξη της συνέχειας. Ούτε τους πρωταγωνιστές συμπάθησα, ούτε υποψιάστηκα ποια είναι η απειλή, ούτε πρόλαβα να κλάψω τον αδικοχαμένο νεαρό, ή τους προφέσσορες-Κασσάνδρες, γιατί στ’ αλήθεια, 25 σελίδες δεν αρκούν για να νοιαστώ για κανέναν. Άμα κανείς μου προσέφερε όλα τα τεύχη θα τα διάβαζα μέχρι τέλους, φυσικά, αλλά όπως έχουν τα πράγματα, θα έχω ξεχάσει τα πάντα μέχρι να βγει το δεύτερο, γιατί κανένα σημείο στο σενάριο δεν είναι αρκετά δυνατό για να βασιστώ επάνω του.
Αναφορικά με το σχέδιο, υπάρχουν μεγάλες ανισότητες. Ενώ ξεκινάμε με ένα προσεγμένο δισέλιδο, με ωραία backgrounds, σκηνοθεσία, character design, και χρώματα, προχωράμε σε μία εντελώς βασική συνέχεια. Μεγάλα πλάνα σε μέτρια σχεδιασμένα πρόσωπα, μονόχρωμα φόντα στη θέση των backgrounds, χρώματα που θα έβαζε οποιοσδήποτε. Λίγο αργότερα, ξαναπερνάμε στην πιο πλούσια, αρχική δομή, στην οποία το comic μένει σχετικά σταθερό μέχρι το τέλος, αλλά χωρίς να παραλείπει κάποιες δυσάρεστες εξαιρέσεις.
Γενικά, το BLACKWOOD #1 μου έδωσε την εντύπωση ενός comic που δεν ξέρει που πηγαίνει. Ένα συνονθύλευμα προσώπων, μυστικών που δεν φαίνονται πρόθυμα να επιλυθούν σύντομα, και διαφορετικών σχεδιαστικών στιλ που δεν έχουν βρει ακόμη τον δρόμο τους. Αν και πιστεύω ότι τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν στη συνέχεια, δεν νομίζω πως θα χάσω τον χρόνο μου, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τα τεύχη, παρά μόνο όταν η σειρά θα έχει ολοκληρωθεί.