Captain America #1
Το πέρασμα του Nick Spencer από το CAPTAIN AMERICA και τα γεγονότα του SECRET EMPIRE, δίχασαν τους fans του χαρακτήρα, με τη ζυγαριά να γέρνει σαφώς προς αυτούς που εκφράστηκαν αρνητικά. Ο Mark Waid, που ανέλαβε στη συνέχεια, επέλεξε να μην ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις επιπτώσεις όλων αυτών και να φέρει τον χαρακτήρα λίγο πιο κοντά στις ρίζες του. Τώρα, η Marvel επέλεξε να γιορτάσει την 4η Ιουλίου με ένα νέο comic του Captain America, το οποίο γράφει ο Ta-Nehisi Coates και σχεδιάζει ο Leinil Francis Yu.
Εκ πρώτης όψεως, και οι δύο μοιάζουν καλές επιλογές, καθώς το run του Coates τα τελευταία δύο χρόνια στο BLACK PANTHER, μπορεί να μην πήγε ιδιαίτερα καλά εμπορικά, αλλά τον κατέστησε στη συνείδηση πολλών αναγνωστών ως έναν ευφυή συγγραφέα, που έχει την ικανότητα να ενσωματώνει επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα στο superhero genre. Παράλληλα, βέβαια, πολλοί του χρεώνουν ότι τα comics του είναι υπερβολικά πολιτικά στρατευμένα, αλλά, κυρίως, το ότι είναι βαρετά, καθώς πάσχουν από αργή εξέλιξη κι έλλειψη δράσης. Προσωπικά, χωρίς να παραβλέπω τις αδυναμίες του, θεωρώ ότι αξίζει να δοκιμαστεί σε έναν δημοφιλέστερο τίτλο. Και το CAPTAIN AMERICA, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο χαρακτήρας αλλά και λόγω της γενικότερης κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, στα μάτια μου τουλάχιστον, αποτελεί ιδανικό και εύφορο έδαφος για έναν συγγραφέα σαν τον Coates. Παράλληλα, ο Leinil Francis Yu, αποτελεί ένα από τα δυνατά χαρτιά της Marvel, έχοντας στο βιογραφικό του μερικά από τα πιο δημοφιλή comics των τελευταίων χρόνων. Για να δούμε, λοιπόν, αν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες.
Το comic ξεκινάει μερικούς μήνες πριν και μας μεταφέρει στη Ρωσία, όπου μια ομάδα μελών της Hydra που μεταφέρει μια αιχμάλωτη, δέχεται επίθεση από μια απροσδόκητη villain, περισσότερο γνωστή από τα comics των X-Men. Μεταφερόμαστε στο παρόν, όπου, μετά από δύο διαδηλώσεις οπαδών και επικριτών της Hydra, ο Cap βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα στρατό από Nukes. Με τη βοήθεια της Sharon Carter και του Winter Soldier, θα καταφέρει να τους νικήσει, αλλά όχι χωρίς να υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες. Ο Cap παλεύει με τις ενοχές του, αναφορικά με τα γεγονότα του SECRET EMPIRE, καθώς και με τις συνέπειες αυτών. Ο συγγραφέας εστιάζει αρκετά, όχι μόνο στο τι σημαίνει ο Captain America, αλλά στο τι σημαίνει σήμερα το να είναι κανείς Αμερικανός, καθώς και στην ίδια την έννοια της ελευθερίας. Σε ολο το τεύχος, παρακολουθούμε τις σκέψεις του Steve Rogers, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τις ανησυχίες του, σχετικά με τη θέση του στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και την οπτική του για τον ίδιο τον σύγχρονο κόσμο, έναν κόσμο που πρόσφατα υποτάχθηκε, με σχετική ευκολία και χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση, στις δυνάμεις της Hydra.
Ο Coates ξεδιπλώνει την ιστορία του, προσπαθώντας να προσεγγίσει το στιλ των πολιτικών θρίλερ της δεκαετίας του 1970, θυμίζοντας τη δουλειά του Ed Brubaker στο CAPTAIN AMERICA, την προηγούμενη δεκαετία. Σε αντίθεση, όμως, με τον Brubaker, ο Coates, με το πρώτο τεύχος της σειράς, δεν καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την προσοχή του αναγνώστη και να τον κάνει να ανυπομονεί για τη συνέχεια, καθώς το τεύχος μοιάζει περισσότερο με έναν μακροσκελή πρόλογο κάποιας ιστορίας. Ενώ υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία, ο συγγραφέας επιλέγει να μας δώσει ελάχιστες πληροφορίες όσον αφορά στο νόημα και την ουσία όσων παρακολουθούμε και να αφιερώσει μεγάλο μέρος του τεύχους σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και σε μια ενδοσκόπηση του Captain America, που μπορεί μετά το SECRET EMPIRE να είναι αναγκαία, αλλά εδώ γίνεται κάπως επιβεβλημένα και με έναν τρόπο που προσωπικά βρήκα γεμάτο cliché. Τέλος, αν και η μάχη με τους Nukes πρόσθεσε στο τεύχος την απαραίτητη δράση, εκτιμώ ότι αυτή κράτησε πολύ περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Και αυτή η φλυαρία ήταν ένα πρόβλημα που είχε όλο το τεύχος, αφού, διαβάζοντας το, αισθανόμουν ότι πολλά απ’ όσα διαδραματίζονται τρώνε χώρο από αυτά που πραγματικά θα με ενδιέφερε να διαβάσω.
Όσον αφορά στο σχέδιο, μπορεί ο Leinil Francis Yu να μην κάνει κάποια μεγάλη καλλιτεχνική υπέρβαση, αλλά η δουλειά του είναι αξιοπρεπέστατη, με τις σκηνές δράσης, φυσικά, να ξεχωρίζουν, ενώ το στιλ του δένει αρκετά με την πλοκή, κάτι που ενισχύεται και από τους Gerry Alanguilan και Sunny Gho. Μόνη μου ένσταση ότι, στις πιο ήρεμες σκηνές, όπως σε αυτή του δείπνου μεταξύ του Steve και της Sharon, δεν καταφέρνει να αποδώσει επαρκώς τη συναισθηματική φόρτιση των χαρακτήρων.
Συνολικά, το πρώτο (τουλάχιστον για φέτος) τεύχος του CAPTAIN AMERICA, έχει αρκετές ατέλειες, αλλά παράλληλα είναι εμφανή, έστω και σε πρωτόλειο επίπεδο, κάποια θετικά στοιχεία. Εκτιμώ ότι ένας πιο ικανός editor από τον Tom Brevoort (in my book, αυτό σημαίνει σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος) θα βοηθούσε τον Coates να δομήσει λίγο καλύτερα την πλοκή, ώστε το πρώτο τεύχος να είναι πιο δυνατό και να δημιουργεί μεγαλύτερη αγωνία για τη συνέχεια. Όπως και να ‘χει, εφόσον ο Coates καταφέρει να ξεπεράσει κάποια από τα προβλήματα που εντοπίζονται εδώ, είναι πιθανό να μας παραδώσει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα runs που είδαμε εδώ και καιρό στα comics του Captain America.
Ας ελπίσουμε κάτι τέτοιο να συμβεί, πριν το comic πάρει την κατηφόρα και οδηγηθεί για πάντα στη λήθη, όπως συνέβη με αρκετά από τα comics που κυκλοφόρησε η Marvel την τελευταία δεκαετία.