Stephen Hillenburg, 1961-2018
Στις 26 Νοεμβρίου, ένημερωθήκαμε για το θάνατο του Stephen Hillenburg. Τα δάκρυα δεν έλειψαν, καθώς επρόκειτο για το δημιουργό της σειράς SPONGEBOB SQUAREPANTS, που μπήκε στις ζωές μας το 1999 και μας έχει κάνει να γελάσουμε όσο κανένα άλλο animated show.
Γεννημένος το 1961, ο Hillenburg ακολούθησε ένα μάλλον παράδοξο μονοπάτι καριέρας. Παθιασμένος από τον υποθαλάσσιο κόσμο και τις ταινίες του Κουστώ, σπούδασε και ύστερα δίδαξε Θαλάσσια Βιολογία, στο Dana Point της California. Εκεί δημιούργησε το THE INTERTIDAL ZONE, ένα comic με διδακτικό σκοπό και με πρωταγωνιστές έναν αστερία, ένα σαλιγκάρι, καθώς και ένα σφουγγάρι, ονόματι Bob the Sponge. Το ταλέντο του στο σχέδιο, όμως, τον οδήγησε σύντομα στο κατώφλι της σχολής CalArts, στο τμήμα του Experimental Animation, από όπου αποφοίτησε το 1992. Όταν ο Joe Murray, δημιουργός της πρώτης animated σειράς του Nickelodeon, ROCKO’S MODERN LIFE, είδε μία από τις φοιτητικές ταινίες του Hillenburg, του πρότεινε να γίνει σκηνοθέτης στη σειρά, όπως κι έγινε. Μερικά χρόνια μετά, κι ενώ το ROCKO’S δεν τα πήγαινε πολύ καλά, ένας συνάδελφός του είδε το THE INTERTIDAL ZONE και ενθάρρυνε τον Hillenburg να φτιάξει τη δική του σειρα.
Στα επόμενα χρόνια, ο Hillenburg και μερικοί συνεργάτες του ανέπτυξαν την ιδέα του show και κατέληξαν σε μερικούς από τους πλέον γνωστούς μας χαρακτήρες: τον Spongebob (Spongeboy, τότε), τον Κύριο Καβούρη, τη Σάντυ, τον Πάτρικ, τον Καλαμάρη. Ώσπου, το 1997, ο Hillenburg έκανε το pitch της σειράς στους παραγωγούς του Nickelodeon, φορώντας ένα χαβανέζικο πουκαμισάκι και έχοντας δίπλα του ένα ενυδρείο με φιγούρες των πρωταγωνιστών μέσα. Τα υπόλοιπα, τα ξέρετε. Οι παραγωγοί λάτρεψαν την ιδέα, έδωσαν το πράσινο φως και τα χρήματα για την πρώτη σεζόν, και η επιτυχία ήρθε αμέσως. Το SPONGEBOB SQUAREPANTS ξεπέρασε σε δημοτικότητα το POKEMON, και μετά από τρεις σεζόν, το 2002, βγήκε και η πρώτη κινηματογραφική ταινία, THE SPONGEBOB SQUAREPANTS MOVIE.
Ο Hillenburg θέλησε να το λήξει εκεί και περίμενε πως το Nickelodeon δεν θα ήθελε να συνεχίσει χωρίς τη συμμετοχή του. Η σειρά ήταν, όμως, τόσο κερδοφόρα, που το κανάλι δεν δέχτηκε, και ο δημιουργός της παρέδωσε τη σκυτάλη στον Paul Tibbit. Το show μετράει σήμερα 12 σεζόν, χωρίς να έχει φτάσει στο τέλος του.
Σήμερα, ξαναβλέποντας τα επεισόδια που έβλεπα παιδί, μπορώ σχεδόν να ακούσω τα γέλια των σεναριογράφων όσο έκαναν το brainstorming. Νιώθω πως αν το SPONGEBOB SQUAREPANTS είναι τόσο μοναδικό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δημιουργοί του το αγάπησαν, και πέρασαν καλά φτιάχνοντάς το. Ο ίδιος ο Hillenburg, άλλωστε, έχει δηλώσει: “Βασικά προσπαθούσαμε (οι σεναριογράφοι) να κάνουμε τους εαυτούς μας να γελάσουν. Μετά αναρωτιόμασταν αν είναι κατάλληλο για τα παιδιά.”
Όπως και ο πρωταγωνιστής της, η σειρά είναι αγνή. Δεν προσπαθεί να είναι σουρεάλ, δεν προσπαθεί να είναι ποιητική, πομπώδης, ηθικοπλαστική, ή ανοιχτόμυαλη. Απλά είναι όλα αυτά μαζί, χωρίς ειρωνεία, με έναν άριστο, ισορροπημένο τρόπο. Μία αβίαστη ιδιοφυία πηγάζει από τον δημιουργό της σειράς, που δεν σε αφήνει ποτέ να προβλέψεις το επόμενο gag. Εσύ, ας πούμε, ως θεατής, νομίζεις πως η φάση θα πάει από το σημείο Α στο σημείο Β, και η πλοκή όχι μόνο φτάνει κατευθείαν στο Ω, αλλά αλλάζει αλφάβητο και κατεύθυνση, και μέχρι να καταλάβεις από που σου ήρθε, έχει έρθει ήδη η ώρα του επόμενου gag.
Αλήθεια, ποια από τις αγαπημένες μου στιγμές να πρωτοαναφέρω; Όταν ο Μπομπ οδήγησε έναν βράχο (σαν τους πιονέρους!), όταν εξηγούσε την τεχνική του για τις τέλειες φούσκες, όταν πήγε να πεθάνει από έλλειψη νερού στο σπίτι της Σάντυ, όταν με τον Πάτρικ υιοθέτησαν εκείνο το μικρό μύδι και γέμισαν το σπίτι του πάνες; Ή τότε που τραγουδάει το Sweet Victory μπροστά σε ένα ανθρώπινο κοινό, ή εκείνη τη φορά που φιλοξενεί τον άνεργο και άρρωστο Καλαμάρη; Κι όταν ο Καλαμάρης προσπάθησε να δείξει στον Μπομπ πως να γίνει καλλιτέχνης (“πρέπει να ΓΙΝΕΙΣ το μάρμαρο”); Ή τότε που οι δύο αθώοι φίλοι προσπαθούσαν να μπουν στο μπαρ μόνο για τους πιο σκληρούς τύπους; Και δεν θα επεκταθώ καν σε όλα αυτά τα σκηνικά που έχουν αφήσει το πλαίσιο της σειράς και είναι πλέον σφηνωμένα στο λεξικό του internet, όπως τότε που ο Κύριος Καβούρης παίζει το πιο μικρό βιολί του κόσμου, ή όταν ο Σφουγγαράκης περιγράφει τη λέξη “φαντασία”, κάνοντας ένα ουράνιο τόξο με τα χέρια του.
Χαμογελάω κάθε φορά που σκέφτομαι ένα από αυτά τα στιγμιότυπα, και ξέρω πως το ίδιο συμβαίνει περίπου σε όλους όσους έχουν παρακολουθήσει τη σειρά. Ο Μπομπ, ένα αθώο, uncool σφουγγάρι, αγαπήθηκε από τα παιδιά και τους γονείς τους (που πάντα κοντοστέκονταν όταν έπαιζε στην τηλεόραση), και βρήκε με ειλικρίνεια τον δρόμο του βαθιά μέσα στις αναφορές και την κουλτούρα μας.
Αντίο, λοιπόν, αγαπημένε Stephen, ευχαριστούμε για τον αστείρευτο, αβίαστο σουρεαλισμό που μας έδωσες, και για το Βυθό του Μπικίνι που αφήνεις πίσω σου. Θα σε θυμόμαστε με γέλια και όχι με δάκρυα.