Die #1
Με δεδομένο ότι δεν είμαι και ο πιο ένθερμος fan του Kieron Gillen, ομολογώ ότι ξεκίνησα να διαβάζω το πρώτο τεύχος του καινούργιου του comic με σχετική δυσπιστία. Σε αυτό, φυσικά, συντέλεσαν και οι πρώτες ανακοινώσεις γύρω από το εγχείρημα, που έκαναν λόγο για μια “D&D meets JUMANJI” προσέγγιση, κάνοντας σαφές ότι ο Gillen αποφάσισε και αυτός να στραφεί για το επόμενο project του στη νοσταλγία, η οποία, ως γνωστόν, πουλάει όλο και περισσότερο, τα τελευταία χρόνια. Και η αλήθεια είναι ότι το αποτέλεσμα δεν απέχει τρομερά από αυτό που περίμενα. Πάμε, όμως, να το δούμε από την αρχή.
Η ιστορία ξεκινάει στα 16α γενέθλια του πρωταγωνιστή της ιστορίας, Dominic, το μακρινό 1991. Ο κολλητός του, Solomon, αποφασίζει να του κάνει δώρο την καλύτερη RPG εμπειρία που είχε ποτέ, με ένα παιχνίδι το οποίο τον καλεί να παίξουν μαζί με την υπόλοιπη παρέα τους, που αποτελείται από τους Angela, Chuck, Matthew και Isabelle. Αφού, λοιπόν, δημιουργήσουν τους χαρακτήρες τους και μοιράσουν τα ζάρια, οι ήρωες είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν το παιχνίδι, που θα οδηγήσει στην ξαφνική εξαφάνιση τους. Δύο χρόνια μετά, όλοι τους, πλην του Solomon, εμφανίζονται στη μέση ενός δρόμου, τραυματισμένοι ψυχικά και σωματικά. 25 χρόνια αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων του, ο Dominic ανακαλύπτει κάτι σχετικά με τον Solomon, που θα τον αναγκάσει να μαζέψει ξανά την ομάδα που είχε παίξει το παιχνίδι και όλοι μαζί να επιστρέψουν στο κόσμο όπου εκτυλίχθηκε μια σειρά από δραματικά και μυστηριώδη γεγονότα. Όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν εκεί, είναι αρκετά πιο περίπλοκες.
Από την πλοκή, νομίζω γίνεται σαφές ότι ο Gillen, όπως αναμενόταν, σερβίρει γενναίες δόσεις nostalgia porn, στον δρόμο που άνοιξαν σειρές όπως το STRANGER THINGS και comics όπως το PAPER GIRLS. Παράλληλα, συνδυάζοντας στοιχεία από το JUMANJI και την RPG κουλτούρα, δημιουργεί το απόλυτο nerd fantasy comic, ενώ, συγχρόνως, φαίνεται να αντλεί έμπνευση από το IT του Stephen King, αφού μερικοί μεσήλικες καλούνται να αντιμετωπίσουν, μετά από χρόνια, μια τραυματική τους εμπειρία. Παλιομοδίτικα πράγματα, δηλαδή, που ο Gillen μας ξαναπλασάρει ως μοντέρνα και επίκαιρα, μέσα από τον γνωστό τρόπο γραφής του, για τον οποίο δεν θα πω πολλά και θα αρκεστώ απλά στο “είτε σου αρέσει, είτε δεν σου αρέσει”, καθώς εδώ δεν εντοπίζονται σοβαρές διαφοροποιήσεις στο στιλ του.
Αντίστοιχα με την ιστορία, το σχέδιο της Stephanie Hans μου άφησε αρκετά ανάμικτα συναισθήματα. Τα πρόσωπα των ηρώων φαίνεται να αλλάζουν από panel σε panel, ενώ οι πόζες που επιλέγονται μοιάζουν απίστευτα επιτηδευμένες. Αυτές οι σχεδιαστικές ατέλειες, σε συνδυασμό με το άστοχο coloring, καταλήγουν σε ένα οπτικό αποτέλεσμα που κινείται σε επίπεδα κάτω του μετρίου, με το σχέδιο των χαρακτήρων να υστερεί αρκετά σε σύγκριση με το υπόλοιπο comic.
Το DIE, πάντως, δεν είναι μια κακή ιστορία, παρ’ όλο που δεν είναι ένα ιδιαίτερα καλό comic. Η πλοκή μπορεί, προς το παρόν, να είναι κάπως προβλέψιμη, όμως το μεγάλο πλεονέκτημα του Gillen, ως συγγραφέα, είναι η ικανότητά του να στήνει έξυπνες ανατροπές και να εκπλήσσει τον αναγνώστη. Αν καταφέρει να βελτιώσει κάπως τους διαλόγους του και την αλληλεπίδραση μεταξύ των πρωταγωνιστών, το DIE έχει τα στοιχεία που θα το κάνουν να ξεχωρίσει και ίσως μια μέρα να το δούμε να μεταφέρεται στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Για να γίνει, όμως, ένα πραγματικά καλό comic, θα χρειαστεί κάμποσες πολύ πιο σοβαρές στιλιστικές βελτιώσεις, τις οποίες δεν νομίζω ότι θα καταφέρει να πετύχει.