Guardians Of The Galaxy #1

Ένα τεύχος, δύο γεύσεις...

Με αφορμή την ταινία INIFINITY WAR, η εκδοτική αποφάσισε το summer event του 2018 να το ονομάσει INFINITY WARS, προκειμένου να κερδίσει από την αναγνωρισιμότητα και την επιτυχία της ταινίας. Εγώ, ξενερωμένος από τις επιλογές της εταιρείας τα τελευταία χρόνια, αποφάσισα, σαν γνήσιος γκρινιάρης, να αγνοήσω εντελώς το event, αλλά τελικά, σαν γνήσιο fanboy, να παρασυρθώ από το εξώφυλλο του ουσιαστικού follow-up, και να διαβάσω το πρώτο τεύχος της νέας σειράς. Αυτό που μου κέντρισε την προσοχή ήταν το roster που διαφήμιζε το εξώφυλλο.

Επιτέλους, έρχονται στο προσκήνιο νέοι χαρακτήρες, που έχουν σημαδέψει τις space opera ιστορίες της Marvel στο (πολύ μακρινό) παρελθόν. Και το τεύχος ανοίγει με όλους αυτούς τους νέους χαρακτήρες, συγκεντρωμένους για να γιορτάσουν τον θάνατο του Thanos (ο οποίος όλοι ξέρουμε πως, πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι κοντά μας θα ‘ναι). Ο Thanos, όμως, αφήνει μια διαθήκη (σε μορφή ολογράμματος) η οποία αναφέρει, πως δεν είναι πραγματικά νεκρός, αλλά πριν το σώμα του πέσει άψυχο, πρόλαβε να μεταφέρει την ψυχή του σε κάποια άλλη οντότητα.

Και αυτό είναι ίσως το πιο διασκεδαστικό plot point του τεύχους, καθώς γίνεται η αιτία για να αρχίσουν να συγκρούονται οι χαρακτήρες μεταξύ τους, για το ποιος φέρει πλέον τη ρετσινιά του Thanos, αν πράγματι υπάρχει τέτοια και δεν είναι απλά μια πλεκτάνη του Τιτάνα, για να διασπάσει του ήρωες του γαλαξία. Αυτό το μικρό plot point μπορεί σίγουρα να προσφέρει τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις στον τίτλο, αν η σειρά κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση και όχι προς την κατεύθυνση των γεγονότων που διαδραματιζόταν στο άλλο μισό του πρώτου τεύχους.

Γιατί καθώς οι υπερήρωες του γαλαξία ήταν συγκεντρωμένοι στην κηδεία του Thanos, ο Star Lord και ο Groot, βουτηγμένοι μέσα στη μιζέρια, για κάποιον λόγο, φέρνουν βόλτες στην άλλη πλευρά του γαλαξία και αναπολούν τις περασμένες τους δόξες, διηγούμενοι μεταξύ τους (αλλά και στους αναγνώστες που δεν διάβασαν το INFINITY WARS, καλή ώρα) τις πρόσφατες περιπέτειες τους. Και αυτό ήταν το κομμάτι που μου άφησε την πικρή και πιο βαριά γεύση από αυτό το πρώτο τεύχος, με αποκορύφωμα ίσως το γεγονός ότι ο Groot πλέον μπορεί να προφέρει και άλλες λέξεις πέρα από το “I am Groot”.

OK, γι’ αυτό μπορεί να μη φταίει το συγκεκριμένο τεύχος, αλλά είναι το πιο ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό κομμάτι του χαρακτήρα. Αφαιρώντας αυτό το κομμάτι, ο Groot αμέσως γίνεται λιγότερο ελκυστικός. Και οι κακές επιλογές δεν σταματούν εδώ, καθώς, λίγο αργότερα, τα γεγονότα που διαδραματίζονται δίνουν στον Groot μια πιο σκοτεινή (εκνευριστική) πλευρά. Εκτός αν, τελικά, ο Thanos έχει μετεμψυχωθεί σε Groot, οπότε θα αναιρέσω όλη την τελευταία παράγραφο (με την προϋπόθεση ότι τα τεύχη είναι αρκετά καλά για να διαβάζω μέχρι τότε τη σειρά). Φυσικά, στο τέλος οι δύο ιστορίες συνδέονται, για να σχηματιστεί το roster του εξωφύλλου, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση.

O Geoff Shaw, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τον συγγραφέα στο GOD COUNTRY και στο THANOS, είναι στον τίτλο για να προσφέρει ένα βάθος στους χαρακτήρες και για να σχεδιάσει το κατάλληλο διαστημικό φόντο, στο οποίο θα διαδραματίζονται οι περιπέτειες. Η αρκετά περιορισμένη έμφαση στη λεπτομέρεια, το πάρα πολύ μπλέ, μαύρο και μωβ, που τονώνει τη μιζέρια του τεύχους, και τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά των προσώπων στα κοντινά πλάνα, είναι στοιχεία που, σε αυτό το τεύχος, έδωσαν ακόμη περισσότερη τροφή στη γκρίνια μου. Βέβαια, η δομή των πλάνων και η κινησιολογία των χαρακτήρων, τονώνουν τη δράση του τεύχους, αλλά εξακολουθούν να υπερκαλύπτονται από τα αρνητικά (κατ’ εμέ) κομμάτια του artwork.

Στο πρώτο τεύχος του νέου GUARDIANS OF THE GALAXY λαμβάνουν χώρα δύο ιστορίες, οι οποίες, λογικά, θα είναι αυτές που θα κατευθύνουν την υπόλοιπη σειρά. Αυτές οι δύο ιστορίες είναι αυτές που δημιούργησαν διάφορα θετικά και αρνητικά plot points, αφήνοντας ένα ανάμικτο αποτέλεσμα στο φινάλε. Σίγουρα, όμως, η σειρά έχει πολλές προοπτικές, οπότε θα είναι άδικο να κριθεί εξ ολοκλήρου από αυτό το τεύχος.

Αυτό, όμως, που μπορώ να πω, είναι ότι δημιουργεί ελπίδες για κάτι πάρα πολύ καλό και αν η σειρά κινηθεί στα σωστά βήματα, ίσως γίνει το δεύτερο καλύτερο run μετά από αυτό των Abnett/Lanning, πίσω στο 2008.