Top 100 Comics Of The 10s
Fantastic Four (Jonathan Hickman)
2010-2012WriterJonathan HickmanArtistsDale Eaglesham, Neil Edwards, Steve Epting, Nick Dragotta, Mark Brooks, Carmine Di Giandomenico, Leinil Francis Yu, Farel Dalrymple, Barry Kitson, Ron Garney, Giuseppe Camuncoli, Ryan Stegman, Greg Tocchini, Juan Bobillo, Gabriel Hernandez Walta, Andre AraujoMarvel ComicsΚατά την άποψή μου, αλλά και σύμφωνα με την κοινή γνώμη, τα δύο κορυφαία runs στην Ιστορία των Fantastic Four, και δύο από τα κορυφαία υπερηρωικά comics όλων των εποχών, είναι αυτά των Lee/Kirby και John Byrne. Στο πρώτο, οι δύο πρωτοπόροι δημιουργοί έθεσαν τις βάσεις και όρισαν τις παραμέτρους αυτού του ιδιαίτερα ξεχωριστού και διαφορετικού superhero comic, στο οποίο τα μέλη της ομάδας – σε αντίθεση με άλλες superhero teams, όπως η Justice Society, η Justice League, ή μετέπειτα οι Avengers – δεν είναι δυνατοί, αυτόνομοι, εμφανώς πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, που επιλέγουν να συνυπάρξουν για να δημιουργήσουν ένα ισχυρό σύνολο, αλλά είναι (σχεδόν) ισότιμα κομμάτια ενός ολοκληρωμένου συνόλου. Ή, πιο απλά, μέλη μιας οικογένειας.
Δεν είναι ισχυροί επειδή ο κάθε ένας από αυτούς είναι ισχυρός, οπότε, φυσιολογικά, ενωμένοι δημιουργούν μια ισχυρή ομάδα, αλλά είναι ισχυροί ΕΠΕΙΔΗ συνυπάρχουν και αντλούν δύναμη ο ένας από τον άλλο. Στους Avengers, η συνολική δύναμη της ομάδας είναι το άθροισμα των δυνάμεων των ηρώων που την αποτελούν, ενώ στους FF είναι το γινόμενο των ικανοτήτων και των προσωπικοτήτων τους. Το σύνολο είναι ισχυρότερο από το άθροισμα αυτών που το απαρτίζουν, όπως ακριβώς γίνεται στις αγαπημένες οικογένειες.
Στο δεύτερο run, ο τεράστιος John Byrne πήρε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προσέδωσαν στην First Family του Marvel Universe οι δύο δημιουργοί της, τα εκσυγχρόνισε, τα διάνθισε με ακόμη περισσότερο personal drama και κοινωνικές ανησυχίες, και κατόρθωσε να παραδώσει στο κοινό ένα απολύτως μοντέρνο, για την εποχή του, comic, το οποίο όμως σεβόταν το παρελθόν και την Ιστορία του περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πριν ή μετά από αυτό, χωρίς ωστόσο να αντιγράφει όσα προηγήθηκαν, ή να καταφεύγει σε άγαρμπα και αμήχανα homages. Έντονη δράση, πραγματικοί κίνδυνοι, μεγαλεπήβολα concepts, ανάπτυξη χαρακτήρων, διερεύνηση προσωπικών σχέσεων, δυναμικό artwork… Όλα τα στοιχεία που κάνουν ένα πραγματικά καλό FF comic!
Εκτός από αυτά τα δύο ιστορικά runs, υπάρχουν και αρκετά ακόμα που διατήρησαν υψηλό επίπεδο ποιότητας και παρουσιάζουν μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Μόνο ένα, όμως, τουλάχιστον σύμφωνα με την προσωπική μου γνώμη, αξίζει τον χαρακτηρισμό “The World’s Greatest Comic Magazine”, ο οποίος συντροφεύει τον τίτλο ως “header” στα περισσότερα από τα εξώφυλλά του, ανά τις δεκαετίες. Και αυτό μας ήρθε δια χειρός Jonathan Hickman…
Αισθάνομαι υποχρεωμένος να ξεκαθαρίσω κάτι, το οποίο θεωρώ πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Προσωπικά, ως αναγνώστης, δεν έχω καμιά ιδιαίτερη λατρεία για τον Hickman και βρίσκω τα περισσότερα comics του ανυπόφορα και υπερβολικά high concept για τα γούστα μου. Τα early projects του, στα οποία είχε την ευθύνη και για το artwork (THE NIGHTLY NEWS, PAX ROMANA), μου φαίνονται ελαφρώς απαράδεκτα και πιστεύω πως αυτά που “κερδίζουν” σε επίπεδο ιδεών, τα χάνουν – και με το παραπάνω – με την over the top και ελαφρώς αντι-κομιξική εκτέλεση, ενώ αυτά που έγραψε στη συνέχεια για την Image (TRANSHUMAN, THE MANHATTAN PROJECTS, EAST OF WEST, κ.λπ.) αποτελούν ιδανικό παράδειγμα αυτού που έχω μέσα στο μυαλό μου ως “overthought, overwritten, and overpraised Image comic”.
Όσο για τη δουλειά του στους διάφορους, established ή μη, τίτλους της Marvel, ούτε εκεί έχω πολλά θετικά να πω. Το πέρασμά του από τους Avengers ήταν μια μεγαλειώδης πατάτα, που σχεδόν με έκανε να επανεκτιμήσω το run του Brian Michael Bendis (έμφαση στο “σχεδόν”), ενώ το πολυθρύλητο (για περίπου 5 λεπτά) S.H.I.E.L.D. παραμένει ένα comic που σχεδόν κανείς δεν έχει καταλάβει τί ήθελε να πει και απολύτως κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με υποτυπώδη ακρίβεια τι ακριβώς συνέβη στις σελίδες του. Όσο για τη συνεργασία του με τον προαναφερθέντα Bendis, στο SECRET WARRIORS, το μόνο που πέτυχε ήταν να αποδείξει περίτρανα ότι δύο συγγραφείς που έχουν πολλές ιδέες αλλά συχνά αστοχούν στις εκτελέσεις, μπορούν τελικά να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν ένα comic που δεν έχει καν την αξίωση να είναι “φιλόδοξο αλλά μέτριο”, “ενδιαφέρον αλλά κακό”, “ψαγμένο αλλά εκνευριστικο” (ή οποιονδήποτε συνδυασμο δύο ή περισσότερων από τις προηγούμενες λέξεις), αλλά είναι απλά βαρετό και το ξεχνάς δυο λεπτά αφότου το διαβάσεις.
Ακόμα και η πολυζητημένη πρόσφατη ενασχόλησή του με τους μεταλλαγμένους του Marvel Universe, που παρουσιάζεται τόσο από τη συντριπτική πλειονότητα του κοινού, όσο και από τους περισσότερους κριτικούς (σε μια έντονη μάχη μεταξύ των δύο group να αποδείξουν ποιός καίγεται περισσότερο για την ύπαρξη relevant superhero comics ή/και “σύγχρονων αριστουργημάτων”), αφού διάβασα τα πρώτα τεύχη των δύο εισαγωγικών limited series θα πω απλά ότι α) δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου και β) αναρωτιέμαι αν είμαι ο μόνος που έχει καταλάβει πως οι X-Men είναι οι κακοί της ιστορίας.
Γενικά, για να το πω όσο πιο κομψά μπορώ, εγώ και ο Hickman δεν είμαστε compatible.
Το run του στους Fantastic Four, όμως, είναι η εξαίρεση. Και μάλιστα κοσμικών διαστάσεων εξαίρεση! Ένα run που δεν το αγόραζα όταν έβγαινε, αλλά ξεκίνησα να το διαβάζω λίγο πριν ολοκληρωθεί (κάποιος καλός άνθρωπος πούλαγε φτηνά αρκετά τεύχη σε κάποιο Comicdom Bazaar) και όχι απλά εντυπωσιάστηκα από το πόσο ενδιαφέρον και καλογραμμένο ήταν, αλλά κυριολεκτικά έπιασα τον εαυτό μου να αισθάνεται πραγματική λύπη επειδή είχα χάσει την ευκαιρία να το παρακολουθώ σε μηνιαία βάση και να απολαμβάνω τακτικές δόσεις από αυτό!
Παρ’ όλα αυτά, η απόλαυση ήταν μεγάλη. Οι πρωταγωνιστές ήταν και πάλι on point και in character και οι μεταξύ τους σχέσεις αποτελούσαν την καρδιά των ιστοριών, χωρίς όμως να μετατρέπονται σε εντελώς family drama τύπου MARVEL KNIGHTS 4 (εξαιρετικό comic, αλλά μόνο ως συμπλήρωμα δίπλα σε έναν πραγματικά καλό και πιο παραδοσιακό Fantastic Four τίτλο, και όχι ως “κυρίως πιάτο”). Η ισορροπία ανάμεσα στα old school values και τη μοντέρνα αισθητική και νοοτροπία ήταν ιδανική, και το ίδιο ισχύει για την αναλογία του “καθημερινά ανθρώπινου” των χαρακτήρων, με το “κοσμικά μεγαλειώδες” ύφος που αρμόζει σε ένα comic στο οποίο εμφανίζονται οντότητες όπως ο Doctor Doom, ο Galactus και ο Annihilus!
Οι ήρωες ήταν και πάλι ηρωικοί, οι villains έμοιαζαν ξανά σημαντικοί και επικίνδυνοι, και οι απειλές που οι τελευταίοι επέφεραν για τους πρώτους (και τον κόσμο, εν γένει) ήταν και πάλι τεράστιες, ενώ τα plots ήταν γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά, και τα sub-plots ήταν “τόσο όσο”. Οι διάλογοι ήταν ρεαλιστικοί χωρίς να γίνονται βαρετοί και η ροή από τεύχος σε τεύχος και από storyline σε storyline, θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές comics storytelling. Ένα υπέροχο Fantastic Four comic, αντάξιο της μαρκίζας πάνω από τον τίτλο στα εξώφυλλα και ιδανικός συνεχιστής των πραγματικά σπουδαίων runs που προηγήθηκαν.
Αν υπάρχει ένα στοιχείο που κρατάει το συγκεκριμένο run λίγο πίσω και το κάνει να υστερεί φανερά απέναντι στα δύο “ιερά τέρατα”, είναι δυστυχώς οι σχεδιαστές. Όχι, δεν εννοώ πως το artwork είναι κακό – το αντίθετο, μάλιστα! Όλοι οι σχεδιαστές που συνεργάστηκαν με τον Hickman στους δύο τίτλους (εκτός από το main FANTASTIC FOUR υπήρχε και το FF) έκαναν θαυμάσια δουλειά, ενώ ορισμένοι από αυτούς μπορεί και να διεκδικούν θέση στους 10-15 καλύτερους που εργάστηκαν ποτέ στον τίτλο. Το πρόβλημα είναι ότι ήταν ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ! Στα 102 τεύχη του run των Lee/Kirby, υπήρχε μόνο ένας σχεδιαστής και το ίδιο ισχύει για τα 62 τεύχη του run του John Byrne. Από την άλλη, στα 54 τεύχη που διήρκεσε το run του Hickman, είχαμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, 16 διαφορετικούς σχεδιαστές! Όπως και αν το δει κανείς, αυτό προξενεί μια ανομοιογένεια.
Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι ένα πολύ μικρό “κόστος” που έχουμε να πληρώσουμε ως αναγνώστες, για ένα από τα καλύτερα mainstream comics του 21ου Αιώνα. Ακόμα και με αυτό το πρόβλημα ομοιογένειας και οπτικής συνοχής, το run του Jonathan Hickman στους τίτλους των Fantastic Four αξίζει να διαβαστεί από όλους αγαπούν τα καλά υπερηρωικά comics. Τα καλά comics, γενικώς.